Ο ιός και η νέα πολιτική βιομηχανίας της ΕΕ: Άρθρο του Κωνσταντίνου Διαμαντούρου, Μόνιμου αντιπρόσωπου ΣΕΒ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στη Ναυτεμπορική, 22/4/2020
Η νέα βιομηχανική πολιτική της ΕΕ ανακοινώθηκε στις 10 Μαρτίου, μερικές μέρες πριν ανακοινωθούν τα άκρως περιοριστικά μέτρα, σχεδόν σε όλες τις χώρες ΕΕ, για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας.
Η παγκόσμια οικονομία πλέον βρίσκεται σε «χειμερία νάρκη» και το κράτος έχει αναλάβει πρωτοφανή ρόλο στη διαχείριση της κρίσης και κατ’ επέκταση στη λειτουργία της οικονομίας. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Economist στο εβδομαδιαίο τεύχος της 21 Μαρτίου, «the virus means the state is back». Η κρίση του κοροναϊού φαίνεται ότι ενισχύει μία τάση που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2008, δηλαδή, μία αυξανόμενη αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης και της λογικής της αγοράς, ως κυρίαρχου ρυθμιστή της οικονομικής δραστηριότητας.
Το οικονομικό τοπίο που θα αναδυθεί δεν θα είναι «business as usual». Οι οικονομικές προτεραιότητες θα επανακαθοριστούν και αυτό θα επηρεάσει και τη στρατηγική της ΕΕ για τη βιομηχανική πολιτική. Εδώ, αξίζει να θυμηθούμε ότι πριν από ένα χρόνο, είχε ξεσπάσει ένας άτυπος πόλεμος εντός της ΕΕ, ως αποτέλεσμα της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να μπλοκάρει την συγχώνευση Siemems – Alstom, που είχε παρουσιαστεί ως απαραίτητη ώστε να μπορέσουν οι δύο βιομηχανικοί κολοσσοί να ανταγωνιστούν την κινεζική CRCC. Η απαγόρευση της συγχώνευσης, επικρίθηκε έντονα από τις κυβερνήσεις της Γαλλίας και Γερμανίας και άνοιξε μία μεγάλη συζήτηση σχετικά με την αλλαγή των κανόνων ανταγωνισμού ώστε να επιτραπεί η δημιουργία «ευρωπαίων πρωταθλητών», ικανών να ανταγωνιστούν κινεζικούς και αμερικανικούς κολοσσούς σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στην προοπτική αυτή αντιτάχθηκε σθεναρά το «φιλελεύθερο μπλοκ» χωρών της ΕΕ, με πρωτοστάτες τις Σκανδιναβικές χώρες που, ως μικρές αλλά άκρως καινοτόμες και εξαγωγικές οικονομίες, βασίζονται κατά κόρων στην απρόσκοπτη πρόσβαση τω εταιριών τους στην ενιαία αγορά της ΕΕ αλλά και σε τρίτες χώρες για την οικονομική μεγέθυνσή τους. Για αυτές, το κύριο πρόβλημα είναι η ελλιπής ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς σε μία σειρά από σημαντικούς τομείς (πχ. υπηρεσίες) που ουσιαστικά δημιουργούν αμέτρητα εμπόδια στην οικονομική εξάπλωση εταιριών εντός της ΕΕ. «Ολοκληρώστε την ενιαία αγορά και οι ευρωπαίοι πρωταθλητές θα έρθουν από μόνοι τους» ήταν το κύριο επιχείρημα που επαναλάμβαναν ακούραστα.
Η κρίση του κοροναϊού θα προσθέσει και μία άλλη σημαντική πτυχή, δηλ. το κατά πόσο η ΕΕ θα πρέπει να δημιουργήσει και να διατηρήσει μία εγχώρια παραγωγή σε κλάδους (π.χ. ιατρικός εξοπλισμός) που κρίνονται απαραίτητοι για την αντιμετώπιση πανδημιών.
Με τις παγκόσμιες αλυσίδες να έχουν ουσιαστικά παραλύσει, ο πειρασμός της επιστροφής σε ένα πιο προστατευτικό μοντέλο οικονομικής διακυβέρνησης θα είναι ισχυρός. Ωστόσο, ο δρόμος αυτός ενέχει πολλαπλές παγίδες. Η ΕΕ είναι μία εύρωστη ήπειρος, η ισχύς της οποίας ωστόσο αναμένεται να φθίνει σε βάθος χρόνου, καθώς αναπτυσσόμενες χώρες συγκλίνουν με την εύρωστη Δύση, αλλά και λόγω δημογραφικών παραγόντων. Οι εμπορικές συμφωνίες αποτελούν ουσιαστικά το μόνο ισχυρό «όπλο» της ΕΕ που τις επιτρέπει να εξασφαλίζει προνομιακή πρόσβαση εταιριών σε τρίτες χώρες, με δέλεαρ την πρόσβαση εταιριών τρίτων χωρών στην εύρωστη ενιαία αγορά των σχεδόν 450 εκατ. καταναλωτών. Άρα είναι στο συμφέρον της ΕΕ να μπορεί να διαμορφώσει και να διατηρήσει ένα ευνοϊκό διεθνές πλαίσιο, όσο οι δυνάμεις της το επιτρέπουν.
Ταυτοχρόνως, η χρήση κρατικών ενισχύσεων ενέχει και κινδύνους για μικρές χώρες σαν την Ελλάδα καθώς αυτές χορηγούνται σε εθνικό επίπεδο και ως εκ τούτου υπάρχει η δυνατότητα μεγαλύτερων οικονομιών να ενισχύουν τις εθνικές του επιχειρήσεις είναι πολλαπλάσια, αυτής πιο μικρών, άρα και ο κίνδυνος στρέβλωσης του ανταγωνισμού υπαρκτός.