Ψηφιακή ωριμότητα: Άλματα μπροστά αλλά από πολύ χαμηλή αφετηρία
Άρθρο κ. Γιάννου Μητσού, Senior Advisor Τομέας ΜΜΕ, Θέσεων και Ενημέρωσης ΣΕΒ, στη Naftemporiki.gr
Μπροστά στην ταχύτατη ψηφιακή εξέλιξη, η ψηφιακή ωριμότητα και ο ψηφιακός μετασχηματισμός της Ελλάδας βελτιώνεται ταχύτατα. Είναι μια διαδικασία που αφορά τόσο τη δημόσια διοίκηση, όσο και τις επιχειρήσεις, όσο βέβαια και τους πολίτες. Ειδικά για τους τελευταίους, οι βελτιώσεις στην καθημερινότητά τους και η σε πολύ μεγάλο βαθμό απλοποίηση της διάδρασής τους με τη δημόσια διοίκηση έχουν εισαγάγει τη χώρα σε μια νέα, ταχύτερη ψηφιακή τροχιά.
Μέσα από παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις, αλλά και τις επιταγές της πανδημίας, αυξήθηκε η χρήση των νέων τεχνολογιών, επενδύθηκαν σημαντικοί πόροι στις υποδομές, αλλά και σε ψηφιακά συστήματα (παρόλο που ακόμα εστιάζουν σε συστήματα προηγούμενης γενιάς, ενώ μόνο το 3% των επιχειρήσεων αξιοποιεί λύσεις Τεχνητής Νοημοσύνης έναντι 40% στην ΕΕ), απλοποιείται το ρυθμιστικό περιβάλλον, αναπτύχθηκε Έρευνα & Ανάπτυξη στον κλάδο, ενώ βελτιώθηκε και η εκπαίδευση STEM.
Το ηλεκτρονικό εμπόριο, αυξήθηκε κατά 77% (η μεγαλύτερη αύξηση στην Ευρώπη), η τηλεργασία τριπλασιάστηκε, και ο ψηφιακός μετασχηματισμός του δημοσίου τομέα (ειδικά στην εξυπηρέτηση του πολίτη) έχει διευκολύνει την καθημερινότητα όλων μας. Ενδεικτικά, το 2021 πραγματοποιήθηκαν πάνω από 350 εκ. ηλεκτρονικές συναλλαγές, μέσα από 1.300 ψηφιακές υπηρεσίες. Όλα αυτά μαζί δείχνουν τη θετική πορεία, όπως αποτυπώνεται στην 3η Ετήσια Έκθεση του Παρατηρητηρίου Ψηφιακού Μετασχηματισμού του ΣΕΒ (εδώ) που αξιολογεί την ψηφιακή ωριμότητα της χώρας, όχι σε σχέση με το παρελθόν, αλλά συγκριτικά με την ΕΕ.
Έχουμε κάνει αρκετά; Είμαστε έτοιμοι να συγκλίνουμε με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες; Η σύντομη απάντηση είναι όχι ακόμα γιατί η διαχρονική ψηφιακή υστέρηση της χώρας έχει αρκετά βαθιές ρίζες. Αλλά κυρίως γιατί η τεχνολογική εξέλιξη και η προσαρμογή σε αυτή αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για όλες τις χώρες της ΕΕ. Έτσι, παρά τις μεγάλες βελτιώσεις, η συγκριτική θέση της χώρας μας δεν αντανακλά αυτή την πραγματικότητα, ενώ η 25η θέση στην ΕΕ υποδηλώνει πως η ψαλίδα παραμένει ανοιχτή.
Το μέγεθος της πρόκλησης της Ελλάδας ήταν τέτοιο που θα ήταν ουτοπικό να πιστεύουμε πως μπορεί να καλυφθεί σε ένα μικρό χρονικό διάστημα. Και πως να μην είναι; Για παράδειγμα, οι 1300 ψηφιακές υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες στην Ελλάδα είναι ένα νούμερο αντίστοιχο με αυτό της Πορτογαλίας.
Όμως, στην EE καλύπτει πάνω από το 95% των συνολικών υπηρεσιών, ενώ στην Ελλάδα το αντίστοιχο νούμερο είναι 54%. Με άλλα λόγια, η βελτίωση της ψηφιακής ωριμότητας της χώρας δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με ψηφιακές παρεμβάσεις, αλλά χρειάζεται συγχρόνως πολύ μεγάλη προσήλωση και στη μείωση της γραφειοκρατίας. Η ευκαιρία από την αξιοποίηση των πόρων του νέου ΕΣΠΑ, του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και του Αναπτυξιακού νόμου για την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών σε κράτος και επιχειρήσεις, δεν πρέπει να πάει χαμένη.
Για τις επιχειρήσεις, το κλειδί βρίσκεται σε επενδύσεις και λύσεις υψηλής τεχνολογικής έντασης. Για το ρυθμιστικό περιβάλλον, η επιτάχυνση της υλοποίησης της ψηφιακής βίβλου αναμένεται να επηρεάσει θετικά τις επιδόσεις της χώρας. Παράλληλα, η Δημόσια Διοίκηση μόνο να κερδίσει θα έχει από εκτεταμένα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης στην επικοινωνία πολιτών με τη δημόσια διοίκηση, στη διαχείριση οδικών αρτηριών και ατυχημάτων, στον έλεγχο συμμόρφωσης στους κανόνες γεωργικών επιδοτήσεων, στη διαχείριση της μακροχρόνιας ανεργίας, κ.λπ. που δεν έχουν ακόμα αξιοποιηθεί στην Ελλάδα.
Επιπλέον, η ηλεκτρονική τιμολόγηση στην Ελλάδα είναι υποδεκαπλάσια στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ, (9% και 95% αντίστοιχα). Εξαιρετικά σημαντική όμως είναι και η ανθρώπινη διάσταση, η εξοικείωση όλων των γενεών με τη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών, αλλά και η διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας.
Σήμερα, βρισκόμαστε σε μια καμπή όπου ο σχεδιασμός, όσο εντυπωσιακός και αν είναι δεν αρκεί. Η ταχύτητα υλοποίησης, η επιτάχυνση των ψηφιακών επενδύσεων, και η αντιμετώπιση των διαχρονικών δυσλειτουργιών στη Δημόσια Διοίκηση είναι μονόδρομος αν θέλουμε να αλλάξουμε όχι μόνο σε σχέση με το παρελθόν μας, αλλά και σε σχέση με τις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες. Τα μέχρι σήμερα επιτεύγματα επιβεβαιώνουν ότι η προοπτική είναι καλή, αλλά η ανάγκη έντασης της προσπάθειας είναι δεδομένη.