Ομιλία Αλέξη Τσίπρα, Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία στην ετήσια Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, 15 Ιουνίου 2022
Κυρίες και κύριοι, σας ευχαριστώ θερμά. Να ευχηθώ και εγώ καλή επιτυχία στα νέα μέλη μετά τις αρχαιρεσίες που κάνατε. Στα νέα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, στον επανεκλεγέντα Πρόεδρο. Και να πω ότι ακολουθείτε λίγο τα βήματά μας, βγάλατε 5 γυναίκες στις 22, αν δεν κάνω λάθος. Έχετε ακόμα δρόμο, γιατί εμείς υιοθετήσαμε την ισόποση συμμετοχή φύλου στα κομματικά όργανα. Και νομίζω ότι ήταν μια πολύ πρωτοπόρος απόφαση αυτή και ελπίζω να την ακολουθήσουν και άλλα κόμματα και άλλοι φορείς κοινωνικοί.
Δεν είναι η πρώτη φορά που απευθύνομαι σε εσάς, που απευθύνω ομιλία στην Ετήσια Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου σας. Γνωριζόμαστε καλά. Όπως καλά γνωρίζουμε και τις διαφωνίες μας. Επί τεσσεράμισι χρόνια, ως πρωθυπουργός, είχα τη θεσμική υποχρέωση να συνεργάζομαι μαζί σας και γνωρίζω καλά τις απόψεις σας, όπως καλά γνωρίζετε και τις δικές μου απόψεις.
Και επί τεσσεράμισι χρόνια, θα μου επιτρέψετε να πω ότι η κριτική σας στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώθηκε πολλές φορές στα ζητήματα της φορολογίας, ιδιαίτερα της φορολογίας των κερδών, των μερισμάτων, αλλά και του μη μισθολογικού κόστους, σε αυτό είχαμε ανοιχτά αυτιά. Επικεντρώθηκε και στα θέματα που αφορούν το θεσμικό πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων, της αγοράς εργασίας, την παρέμβαση του κράτους στην αγορά.
Και ήταν ορισμένες φορές τόσο έντονη αυτή η κριτική, που έκανε ορισμένους από εσάς να παραβλέπουν και σημαντικές επιτυχίες που δεν ήταν καθόλου δεδομένες για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Όπως η έξοδος από την οκταετή επιτροπεία, η ρύθμιση του δημόσιου χρέους, η επιστροφή στις διεθνείς αγορές χρήματος, η επαναφορά της οικονομίας σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά, το απόθεμα έκτακτης ανάγκης των 37 δισ. περίπου ως κάλυψη και ανάχωμα για πιθανούς μελλοντικούς κινδύνους.
Ακόμη και τη συνεπαγόμενη όλων των παραπάνω μείωση των επιτοκίων δανεισμού, ορισμένοι -και από τον δικό σας κλάδο– δεν την απέδωσαν σε όσα με πολύ κόπο και θυσίες πετύχαμε, αλλά την απέδωσαν 3 χρόνια πριν στην κυβερνητική αλλαγή που ακολούθησε αυτές τις σημαντικές επιτυχίες. Ήταν, κάποιοι που λέγανε εάν θυμάστε τότε, τρία χρόνια πριν, ότι η μείωση των spreads οφείλεται στο λεγόμενο Μητσοτάκης effect.
Η ανάδειξη δηλαδή μιας νέας κυβέρνησης που ασπάζεται νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, έλεγαν ότι είναι αυτή που άμα τη εμφανίσει της, ξαφνικά, άλλαξε όλη την εικόνα της ελληνικής οικονομίας.
Σήμερα θέλω να αναρωτηθώ εδώ ενώπιόν σας, αν ισχύει αυτός ο ισχυρισμός, τίνος το effect είναι αυτό που τροφοδοτεί σήμερα όλες τις αρνητικές πρωτιές στον πληθωρισμό και την ενεργειακή κρίση για τη χώρα μας;
Τίνος το effect τροφοδοτεί το ράλι στα spreads που χθες ανέβηκαν κατά 300 μονάδες βάσης; Τρία χρόνια μετά και με οδυνηρό για τη χώρα τρόπο, αποδεικνύεται δυστυχώς ότι οι οικονομικές συνταγές που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία το 2009 δεν είναι ικανές να δώσουν ώθηση προοπτικής και ευημερίας στη μεταμνημονιακή μεν, αλλά εύθραυστη, παραμένει εύθραυστη, ελληνική οικονομία του 2022.
Η επιλεκτική μείωση της φορολογίας για τα μερίσματα και τα κέρδη κάποιων εταιρειών, η πλήρης απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η δογματική απουσία του κράτους από το κρίσιμο ρόλο του να ρυθμίζει και να ελέγχει την αγορά, η διατήρηση σε επίπεδα πολύ χαμηλά, σε επίπεδα φτώχειας του κατώτατου μισθού για 2 και πλέον έτη, προκειμένου να μένει χαμηλό το μισθολογικό κόστος. Όλα αυτά δεν αποτέλεσαν τελικά συνταγή επιτυχίας. Το αντίθετο.
Και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας, το πραγματικό effect αυτής της κυβέρνησης δεν ήταν όταν η οικονομία απολάμβανε τα οφέλη της δουλειάς της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά σήμερα, τρία χρόνια μετά που βιώνουμε τα αποτελέσματα των επιλογών της νέας κυβέρνησης, που κυβερνάει ήδη 3 χρόνια.
Και ποιο είναι αυτό το πραγματικό effect; Το βλέπουμε στον πληθωρισμό, το βλέπουμε στην ενεργειακή κρίση, στην πρωτοφανή ανασφάλεια που βιώνει η ελληνική κοινωνία σε όλα τα επίπεδα. Τόσο από την εκτόξευση του κόστους διαβίωσης όσο όμως και εξαιτίας της πρωτοφανούς έντασης στα γεωπολιτικά, της πρωτοφανούς έντασης με τη γείτονα χώρα, την Τουρκία.
Η επίδραση της κυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής δυσχεραίνει τα προβλήματα, πολλαπλασιάζει το βάρος και τις συνέπειες υπαρκτών κρίσεων και δημιουργεί νέες.
Θα μου πείτε, βέβαια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ευθύνεται για την ενεργειακή κρίση; Όχι. Αλλά η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη είναι αυτή που με τις στρατηγικές της επιλογές πολλαπλασίασε τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης. Τη διόγκωσε την ενεργειακή κρίση.
Όπως ακριβώς και στην πανδημία, ακόμα ένα παγκόσμιο πρόβλημα κατέληξε να έχει πολύ μεγαλύτερες συνέπειες στην Ελλάδα απ’ ότι στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών.
Είναι αυτό τυχαίο; Είμαστε πρωταθλητές στην τιμή του ρεύματος και των καυσίμων. Είναι αυτό τυχαίο; Πρώτοι με διαφορά στην ευρωζώνη στον ενεργειακό πληθωρισμό. 39% αυξήθηκαν οι τιμές στα τιμολόγια του ρεύματος στην ευρωζώνη κατά μέσο όρο, 61% στην Ελλάδα. Είναι αυτό τυχαίο;
Ο πληθωρισμός στη χώρα μας καταρρίπτει το ένα αρνητικό ρεκόρ μετά το άλλο, επιστρέφει στα επίπεδα που βρισκόταν εδώ και 30 χρόνια. Στο 11,3% τον Μάιο, σημαντικά υψηλότερος σε σχέση με τον μέσο όρο στην υπόλοιπη Ευρώπη. Είναι αυτό τυχαίο;
Και το ερώτημα είναι: Γιατί συνέβη αυτό; Στο ένα σκέλος της απάντησης είναι η αδράνεια. Εδώ και δύο χρόνια, τόσο εμείς στη Βουλή όσο και το σύνολο των φορέων της παραγωγής, προειδοποιούμε για το τι έρχεται, καταθέτουμε προτάσεις.
Η κυβέρνηση αγνόησε τους πάντες. Επέμεινε στο να θεωρεί ότι η ακρίβεια είναι ένα πρόσκαιρο παροδικό φαινόμενο. Όπως αγνόησε τους πάντες και στο θέμα της ενεργειακής στρατηγικής. Στο θέμα της απολιγνιτοποίησης.
Εκεί που αντί για σχέδιο, είχαμε μια ανερμάτιστη στρατηγική η οποία οδηγεί τη χώρα να προσδεθεί όχι σε κάποια πράσινη μορφή ενέργειας, αλλά στο εισαγόμενο και πλέον πάρα πολύ ακριβό φυσικό αέριο. Αντικατέστησε το ένα ορυκτό καύσιμο, με ένα άλλο, ακόμα πιο ακριβό.
Στο άλλο σκέλος της ερώτησης, αν στο ένα σκέλος η απάντηση είναι η αδράνεια, στο άλλο σκέλος της απάντησης βρίσκονται οι ιδεολογικές εμμονές. Η εμμονή σε πολιτικές που απέτυχαν και στο παρελθόν, χρεοκόπησαν και που θέλουν το κράτος να παρακολουθεί ή ακόμη και να υποτάσσεται στις απαιτήσεις των ιδιωτικών συμφερόντων.
Η εμμονή, για παράδειγμα, να ιδιωτικοποιηθεί η ΔΕΗ, εν μέσω ενεργειακής κρίσης. Η εμμονή να μπαίνει η χρηματιστηριακή αξία πάνω από τον κοινωνικό ρόλο μιας δημόσιας επιχείρησης κοινής ωφέλειας.
Όταν όμως η εμμονή γίνεται στρατηγική, τότε στα κρίσιμα, όταν έρχονται τα κρίσιμα, τα όπλα που έχεις για να κάνεις πολιτική λιγοστεύουν. Όταν το κράτος γίνεται θεατής της παραγωγής, τότε γίνεται και θεατής στην αυθαιρεσία της αγοράς.
Χωρίς ισχυρούς ελεγκτικούς και ρυθμιστικούς μηχανισμούς στην αγορά. Κάνοντας τελικά πλάτες στην αισχροκέρδεια, ζημιώνοντας το δημόσιο συμφέρον και τελικά εξοβελίζοντας τις υγιείς δυνάμεις της παραγωγής και της αγοράς που θέλουν να παίξουν δίκαια και να ανταγωνιστούν με βάση το παραγόμενο προϊόν ή τις υπηρεσίες τους.
Και αν η επίδραση, το effect, της πολιτικής Μητσοτάκη στην οικονομία μας δίνει αυτές τις αρνητικές πρωτιές, στην εξωτερική πολιτική τα πράγματα είναι λίγο χειρότερα. Διότι μας οδηγεί σε ένα πρωτοφανές κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας.
Η χώρα μας από μέρος της λύσης που ήταν διαχρονικά, μετατρέπεται σε μέρος της κρίσης.
Από πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας, που ήταν σε μια δύσκολη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, μετατρέπεται σε προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης. Και μάλιστα αφύλακτο φυλάκιο, γιατί αν ποτέ χρειαστεί, ο μη γένοιτο, να υπερασπιστούμε τη κυριαρχία μας, ας μην έχουμε αυταπάτες: μόνοι μας θα είμαστε.
Η ενεργή εμπλοκή μας, με αποστολή οπλισμού – και μάλιστα βαρέως οπλισμού- στην Ουκρανία, οπλισμού που μεταφέρεται στην Ουκρανία από τα νησιά και από τη μεθόριο, μας κατατάσσει δυστυχώς στις άμεσα εμπλεκόμενες στην πολεμική αντιπαράθεση χώρες. Την ίδια στιγμή που οι γείτονές μας αν και σύμμαχοι στην ίδια συμμαχία, ούτε καν τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας δεν υποχρεούνται να εφαρμόσουν.
Η Ελλάδα πληρώνει βαρύ οικονομικό τίμημα από κυρώσεις που από ό,τι φαίνεται πλήττουν βαρύτερα αυτόν που τις επιβάλλει από ό,τι αυτόν που τις υφίσταται. Στέλνει βαρύ οπλισμό στην Ουκρανία εναντίον της Ρωσίας, ενώ την ίδια στιγμή δεν έχει λάβει καμία εγγύηση ασφαλείας έναντι της Τουρκικής προκλητικότητας.
Και αυτά είναι τα αποτελέσματα μιας ΙΧ εξωτερικής πολιτικής. Που άλλαξε το δόγμα όλων των τελευταίων κυβερνήσεων και μας οδηγεί σε μια πρωτοφανή κλιμάκωση και σε μια πρωτοφανή ανασφάλεια. Με προφανείς βεβαίως τις συνέπειες και στην οικονομία, ιδίως αν αυτό το κλίμα της έντασης κλιμακωθεί περαιτέρω.
Σήμερα, λοιπόν, δεν θέλω απλά να καταθέσω εδώ στη συνέλευσή σας τις απόψεις και τις διαφωνίες μου με τις κρίσιμες κυβερνητικές επιλογές στην οικονομία και την εξωτερική πολιτική. Σήμερα θέλω να κρούσω τον κώδωνα του κινδύνου. Γιατί οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι από την επιπόλαιη διαχείριση στην εξωτερική πολιτική, ΙΧ διαχείριση, και από την εμμονική διαχείριση στην οικονομία, νομίζω ότι ξεπερνάνε τις όποιες διαφωνίες έχουμε. Γιατί μπορεί να μετατραπούν σε κινδύνους υπαρξιακούς για τη χώρα.
Για μεν τα θέματα ασφάλειας δεν θέλω να επεκταθώ. Αλλά ακόμη και αν η αντιπαράθεση με τους γείτονές μας μείνει στο ρητορικό επίπεδο και δεν κλιμακωθεί, οι συνέπειες θα είναι εξαιρετικά αρνητικές και για την οικονομία, ιδίως το καλοκαίρι.
Για τα δε θέματα της οικονομίας, θέλω μόνο να επισημαίνω τον κίνδυνο της κοινωνικής κρίσης, που είναι ορατός ξανά στη χώρα για πρώτη φορά μετά από σχεδόν μια δεκαετία. Η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής είναι μια συνθήκη που τη βιώσαμε πρόσφατα πολύ σκληρά και δεν γίνεται να επιτρέψουμε να επαναληφθεί.
Και, ξέρετε, η ακρίβεια είναι μια πραγματικότητα που δεν κάνει μόνο τους φτωχούς φτωχότερους, αλλά το σύνολο του ενεργού παραγωγικού δυναμικού της χώρας. Τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αυτοαπασχολούμενους, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το σύνολο δηλαδή αυτού που ονομάζουμε συνήθως μεσαία τάξη.
Και συρρικνώνει και αδρανοποιεί την παραγωγική βάση της χώρας, ενώ τώρα είναι ανάγκη, στη μεταπανδημική περίοδο, να πετύχουμε μια πολύπλευρη και δυναμική αναπτυξιακή ώθηση.
Μαζί λοιπόν με τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι συνέπειες αγγίζουν και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Οι συνέπειες αγγίζουν και τη βιομηχανία – όπως πολύ εύστοχα επισημάνει εδώ και μήνες με στοιχεία που παρουσιάζει η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας.
Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι η χώρα χρειάζεται και οι καιροί απαιτούν άμεση αλλαγή στρατηγικής στην οικονομία και την εξωτερική πολιτική. Ισχυρίζομαι – το ξέρετε – ότι η χώρα χρειάζεται πολιτική αλλαγή και μια νέα προοδευτική κυβέρνηση που θα ενισχύει την ανάπτυξη, που θα προστατεύει την κοινωνική συνοχή, θα εγγυάται την κοινωνική ειρήνη, την ασφάλεια και την προοπτική για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Χρειαζόμαστε ένα άμεσο και ριζοσπαστικό σχέδιο ουσιαστικής ανάσχεσης του κύματος της ακρίβειας που κατατρώει το εισόδημα και γιγαντώνει το παραγωγικό κόστος των επιχειρήσεων με ρύθμιση των ολιγοπωλιακών κλάδων της οικονομίας, με ισχυροποίηση των ρυθμιστικών αρχών και ενίσχυση συμμετοχών σε επιχειρήσεις δημοσίου συμφέροντος, όπως η ΔΕΗ, και κατάλληλο σχήμα διοίκησης με σαφή πολιτική εντολή για συγκράτηση των τιμών. Αυτό που εμείς ονομάζουμε επαναφορά του «Δ» στον τίτλο της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού.
Θέσπιση αυστηρών ελέγχων και κανόνων στην αγορά, θέσπιση πλαφόν στα κέρδη στη χονδρική των παραγωγών ενέργειας, αναστολή -αν χρειαστεί- του χρηματιστηρίου ενέργειας. Σε κάθε περίπτωση, έμφαση στην προθεσμιακή αγορά και τα διμερή συμβόλαια στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας για τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, ειδικά τις περισσότερο ενεργοβόρες, με στόχο τη μείωση του κόστους ενέργειας και τη σταθερότητα στις τιμές.
Και από εκεί και πέρα, φυσικά, οφείλουμε να προχωρήσουμε στην αλλαγή της εθνικής ενεργειακής μας στρατηγικής. Με χρονική μετάθεση της απολιγνιτοποίησης, με σοβαρό και αξιόπιστο σχέδιο απεξάρτησης από τον λιγνίτη, με την προώθηση της αποκέντρωσης στην παραγωγή ενέργειας σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αγρότες, νοικοκυριά και ενεργειακές κοινότητες μειώνοντας δραστικά το κόστος.
Με την προώθηση του μοντέλου που έχει ονομαστεί “prosumer” από το producer και consumer, δηλαδή ταυτόχρονα παραγωγός και καταναλωτής ενέργειας, που είναι πλέον και ευρωπαϊκή προτεραιότητα και προσφέρει λύσεις δραματικής μείωσης του κόστους ενέργειας σε σύντομο χρονικό διάστημα σε όλα τα παραγωγικά υποκείμενα και στα νοικοκυριά. Για τον σκοπό βεβαίως αυτό θα απαιτηθούν και χρηματοδοτικές διευκολύνσεις, θεσμικά μέτρα ενδυνάμωσης των ενεργειακών κοινοτήτων και διευκόλυνσης των κάθε είδους συνεργασιών και μέτρα διασφάλισης του απαραίτητου χώρου στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας.
Κρίσιμο επίσης ζήτημα για μας είναι η στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με φορολογικά και χρηματοδοτικά κίνητρα, με την ανάπτυξη της συνεταιριστικής οικονομίας και της συνεργασίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μεταξύ τους ανά κλάδο και μεταξύ κλάδων, ώστε να έχουμε οφέλη οικονομίας κλίμακας και μείωση του κόστους παραγωγής.
Κρίσιμο και επιτακτικό, επίσης, να καταπολεμήσουμε τη μεγάλη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή και να διευρύνουμε τη φορολογική βάση, να ρυθμίσουμε την φορολόγηση της περιουσίας στο πλαίσιο μιας συνολικότερης πολιτικής μείωσης των ανισοτήτων στη χώρα.
Να μειώσουμε τη γραφειοκρατία στη λειτουργία των επιχειρήσεων με απλοποίηση των διαδικασιών. Όσο το δυνατόν πιο απλούς αλλά και κοινούς κανόνες που θα τηρούνται με αυστηρότητα.
Και ειδικότερα για τον κλάδο της βιομηχανίας είναι απαραίτητο να ξαναγυρίσουμε στις κλαδικές πολιτικές στο πλαίσιο της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, με στόχο σταδιακά την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής με προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Όλα αυτά βεβαίως έχουν σημασία, όπως είπα αρχικά, σε ένα περιβάλλον ασφάλειας και σταθερότητας. Γι’ αυτό η Ελλάδα πρέπει να γίνει ξανά μέρος της λύσης. Να αποκτήσει ξανά μια νέα εθνική στρατηγική με επαναφορά της εθνικής γραμμής που για χρόνια είχε η χώρα. Να είναι δηλαδή πυλώνας σταθερότητας και εγγυητής της ειρήνης και της ασφάλειας.
Με απεμπλοκή από την αποστολή όπλων στο μέτωπο της Ουκρανίας. Με ενεργητική πολιτική εξωτερική για την εξεύρεση διπλωματικής λύσης στην Ουκρανία και τον τερματισμό των όποιων κυρώσεων που πλήττουν πρωτίστως την ευρωπαϊκή οικονομία.
Με την επαναφορά -ένα τελευταίο αλλά όχι ύστατο, σημαντικό- των διαύλων επικοινωνίας με τη γείτονα Τουρκία. Διότι οι διαφορές μας και η μία και σημαντική μας διαφορά που αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα, πρέπει να επιδιώξουμε να λυθεί στη βάση του διεθνούς δικαίου στο Δικαστήριο της Χάγης. Και όχι με εντάσεις που μπορεί να μας οδηγήσουν σε δρόμους χωρίς επιστροφή.
Φίλες και φίλοι, τα προβλήματα στη χώρα μας είναι πολλά και μεγάλα. Είναι κρίσιμα αλλά δεν είναι ανυπέρβλητα. Είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών. Αλλά τις πολιτικές επιλογές είναι στο χέρι μας να τις αλλάξουμε. Και αυτό πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε.
Λένε πολλοί ότι οι πιο ενδιαφέρουσες περίοδοι για την ανθρωπότητα είναι τα χρόνια μετά τις μεγάλες κρίσεις. Εκεί που ναι μεν, όπως πάντα οι μεγάλες ιδέες ανταγωνίζονται, αλλά πάντα η μία πλευρά έχει ένα πλεονέκτημα: Την πραγματικότητα με το μέρος της.
Η πραγματικότητα λοιπόν, σήμερα, όσο και αν αυτό κάποιους τους δυσαρεστεί, θέτει στο επίκεντρο των εξελίξεων ξανά το κράτος. Αλλά θέλω να είμαι σαφής: Όσο λάθος είναι το «κράτος ως τύραννος», άλλο τόσο και πιο πολύ είναι και το «κράτος ως κομπάρσος» για την οικονομία και την κοινωνία.
Ο επανασχεδιασμός της παραγωγής, η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, η διαμόρφωση προοπτικών ευημερίας για την πλειοψηφία της κοινωνίας και των επιχειρήσεων δεν μπορεί παρά να περνά μέσα από ένα σχέδιο. Ένα σχέδιο που για το κράτος συνεπάγεται δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις.
Δικαίωμα στο να ενισχύει παραγωγικές δραστηριότητες που ενισχύουν τόσο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και την περιβαλλοντική ισορροπία, υποχρέωση στο να παρέχει πόρους, ασφαλές επενδυτικό και ρυθμιστικό πλαίσιο και να αίρει τα εμπόδια για την δέουσα και δίκαιη λειτουργία της αγοράς.
Την ίδια στιγμή, οφείλει να διαμορφώνει και το κοινωνικό περιβάλλον για την ανάπτυξη της οικονομίας. Κοινωνικό κράτος, καλά σχολεία, καλά πανεπιστήμια, καλά νοσοκομεία, δημόσιοι χώροι, δομές πολιτισμού, χώροι άθλησης.
Το κράτος λοιπόν, όπως μια επιχείρηση, για να μιλήσω στη δική σας γλώσσα, επενδύει στις υποδομές της, οφείλει να κάνει το ίδιο, με αντάλλαγμα κάτι πολύ μεγαλύτερο από το κέρδος: Την κοινωνική ειρήνη και συνοχή.
Αυτές είναι οι υποδομές, εκεί είναι οι στρατηγικές επενδύσεις, αν θέλετε, που πρέπει να κάνει το κράτος ώστε η αγορά να λειτουργήσει ομαλά και η οικονομία να ανθίσει στη βάση μιας κοινωνίας που νιώθει ασφάλεια για το σήμερα και προοπτική για το αύριο.
Άφησα για το τέλος μια επισήμανση, που καλό είναι, ιδίως όταν μιλάμε στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, άρα η συζήτησή μας επικεντρώνεται στα οικονομικά, έτσι είθισται, να μη την ξεχνάμε.
Η δημοσιονομική πρόκληση που μας εξάντλησε τα προηγούμενα χρόνια είναι σε ύφεση σήμερα, χάρις στη ρύθμιση του χρέους που πετύχαμε. Αλλά δεν είναι παντελώς απούσα. Και η βιωσιμότητα του χρέους, που με πολλούς κόπους και θυσίες του ελληνικού λαού εξασφαλίστηκε, τα τελευταία χρόνια και εξαιτίας της πανδημίας αλλά και της διαχείρισης των πόρων που έδωσε τη δυνατότητα με τη ρήτρα διαφυγής η Ευρωπαϊκή Ένωση να επενδύσουμε στην οικονομία, έχει υπονομευθεί, ξανά, η βιωσιμότητα του χρέους.
Οι κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ προβλέπουν συνέχιση αναστολής της ρήτρας διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας και για το 2023, συνιστούν πιο περιοριστικό πλαίσιο για την Ελλάδα και για χώρες με υψηλό χρέος.
Εισηγούνται για τη χώρα μας πλεονάσματα υψηλότερα από εκείνα που είχαν συμφωνηθεί και φάνταζαν σε όλους πολύ μεγάλα, κατά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, αυτό το κατά μέσο όρο 2,2%.
Η δημοσιονομική κυριαρχία λοιπόν πρέπει να διασφαλιστεί εκ νέου. Αλλά αυτή πρέπει να επιδιωχθεί πρωτίστως με την επιτάχυνση της ανάπτυξης και την δίκαιη και ισόρροπη κατανομή του οφέλους της και όχι με τη μεγιστοποίηση των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Η Ελλάδα λοιπόν πρέπει να διεκδικήσει στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, με συμμαχίες με άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν όμοια προβλήματα, ώστε να δοθεί περισσότερος χρόνος και περισσότεροι πόροι για τη στήριξη της κοινωνικής συνοχής, με επέκταση της ρήτρας διαφυγής, με επέκταση και ανασχεδιασμό του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης.
Με αυτές τις σκέψεις, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω εκ νέου για τη πρόσκληση και τη δυνατότητα που μου δώσατε και φέτος να απευθυνθώ στη Γενική σας Συνέλευση. Και να σας αποχαιρετήσω εκφράζοντας μια συγκρατημένη αισιοδοξία.
Όπως είπα μπαίνοντας στον Πρόεδρό σας, τα πράγματα είναι εξαιρετικά άσχημα, αλλά μπορούν να γίνουν πολύ χειρότερα, αν συνεχίσουμε στον ίδιο αδιέξοδο δρόμο.
Μια νέα αρχή για τη χώρα όμως κατά την άποψή μου, είναι αναγκαία, αποτελεί εθνική και κοινωνική ανάγκη και πιστεύω ότι μπορούμε να την πετύχουμε.
Για να επιστρέψει στον τόπο η ασφάλεια και η προοπτική. Για να δουλέψουν ξανά οι μηχανές της παραγωγής. Για να βρει ξανά η Ελλάδα τη χαμένη της αυτοπεποίθηση.
Σας ευχαριστώ πολύ, να είστε καλά. Και του χρόνου!
Δ. ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα λέμε για λίγα λεπτά και θα έχουμε την ευκαιρία να τα πούμε και αναλυτικότερα με το Διοικητικό Συμβούλιο.
Θα μου επιτρέψετε να μη μπω καθόλου στα γεωπολιτικά και στην εξωτερική πολιτική, είμαστε αναρμόδιοι. Εμείς ευχόμαστε αυτή η περιπέτεια της Ουκρανίας να τελειώσει γρήγορα, ελπίζουμε η θέση της Ελλάδος να αποδειχθεί δυνατή, ελπίζουμε να μην έχουμε θέματα με την Τουρκία, αλλά αυτά είναι θέματα που εκφεύγουν…
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Εντούτοις, οφείλω σε μια παρέμβαση στη Γενική σας Συνέλευση, που έχει κι ένα χαρακτήρα αναστοχασμού και βαθύτερου προβληματισμού με τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας, αυτά τα κρίσιμα θέματα, αυτά που θεωρώ πολύ κρίσιμα για τον τόπο, να σας τα αναφέρω καταθέτοντας τη δική μου οπτική.
Δ. ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ: Όταν έρθουμε στα θέματα της οικονομίας, επιτρέψτε μου να πω πολύ περιληπτικά πώς εμείς στεκόμαστε απέναντι σ’ αυτά που είπατε για την οικονομία.
Ο επιχειρηματίας, ο βιομήχανος, το στέλεχος της επιχείρησης ζει καθημερινά μια αγωνία για να μπορέσει ν’ αντεπεξέλθει στη σημερινή κρίση. Θίξατε το θέμα της ενέργειας, η εφοδιαστική αλυσίδα τελεί υπό διάλυση και οι περισσότερες επιχειρήσεις αγωνίζονται, αφενός μεν να επιζήσουν και αφτέρου να συγκρατήσουν, να συνεισφέρουν με τον καλύτερο τρόπο στο να συγκρατηθούν οι τιμές και να μην περάσει το σύνολο του κόστους στον τελικό καταναλωτή.
Επίσης υπάρχει, και τη βλέπουμε όλο και πιο έντονα στις επιχειρήσεις, μια κοινωνική συνείδηση, μια προσπάθεια να μπορέσουμε κι εμείς να συνεισφέρουμε σ’ αυτό που ονομάζεται κοινωνική συνοχή. Και το θεωρούμε πράγματι σημαντικό αγαθό διότι οι επιχειρήσεις ναι μεν έχουν ως πρωταρχικό στόχο να δημιουργούν θέσεις εργασίας και να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη και να κάνουν επενδύσεις, αλλά με αυτό τον τρόπο και τον τρόπο που εξασκούν αυτό το ρόλο τους παίζουν έναν κοινωνικό ρόλο.
Κι από εκεί πέρα, προσπαθούμε εμείς πάντα ως ΣΕΒ, να παίζουμε έναν ρόλο εποικοδομητικό, να χτίζουμε δηλαδή μια οικονομία πιο διατηρήσιμη για το μέλλον. Κι εκεί πέρα, μπορεί να μη συμφωνούμε, και δεν συμφωνούμε σε όλα τα επιμέρους θέματα του πώς πετυχαίνει κανείς τους στόχους της κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης, αλλά σε πολλούς από τους τίτλους της συζήτησης συμφωνούμε.
Στο ότι χρειαζόμαστε αναπτυξιακή ώθηση στη χώρα παρά την κρίση, συμφωνούμε. Στο ότι χρειάζεται στην αναπτυξιακή αυτή ώθηση να ξανασκεφτούμε στη σημερινή εποχή τον ρόλο του κράτους, νομίζω όλοι το δέχονται διεθνώς. Στο ότι η Ευρώπη μας βάζει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο όλοι αποδεχόμαστε ότι πρέπει να κινηθούμε, ότι δημοσιονομικοί περιορισμοί υπάρχουν, επίσης.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ελπίζουμε ότι εμείς μπορούμε να συνεισφέρουμε θετικά, ταυτόχρονα όμως, να προωθήσουμε και τα θέματα που θεωρούμε εμείς στον δικό μας κόσμο σημαντικά. Η Ψηφιακή Επανάσταση συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς, δεν έχει μειωθεί, η Πράσινη Μετάβαση ίσως πρέπει να επιταχυνθεί κι εκεί πέρα το κράτος πέρα από το να ελέγχει, που πρέπει να ελέγχει, πρέπει επίσης να βοηθήσει να πάνε μερικά πράγματα πιο γρήγορα.
Κι εκεί έχουμε ευθύνες κι εμείς ως επιχειρήσεις να πάμε πιο γρήγορα αλλά έχει ευθύνες και το κράτος να πάει πιο γρήγορα. κι εκεί θεωρώ ότι υπάρχει κοινός τόπος, όχι σε όλα, αλλά σε πολλά, να πάμε μπροστά τη χώρα σε μια κοινή κατεύθυνση.
Και ένα στο οποίο ήθελα να επιμείνω λιγάκι, είναι το θέμα του εργασιακού κόστους. Είναι άποψη εκπεφρασμένη του ΣΕΒ ότι η σημαντικότερη προτεραιότητα αυτή τη στιγμή, μία από τις σημαντικότερες προτεραιότητες στη φορολογική πολιτική, είναι να μειωθεί κι άλλο η ψαλίδα μεταξύ καθαρών απολαβών του εργαζομένου σε μια οργανωμένη επιχείρηση και του συνολικού κόστους για την επιχείρηση.
Και διότι αυτό θα ενισχύσει το καθαρό εισόδημα των εργαζομένων, και διότι θα μειώσει τη φοροαποφυγή στην οποία αναφερθήκατε. Λοιπόν, σε μια εποχή που οι συντελεστές ακόμα παραμένουν πολύ υψηλοί για τα ευρωπαϊκά δεδομένα και που παρ’ όλα αυτά βλέπουμε ότι δεν υπάρχουν αρκετά χέρια, για φέτος το καλοκαίρι όλοι αναρωτιόμαστε πού θα βρεθούν αρκετά χέρια να βγει η δουλειά, ήθελα να ακούσουμε λίγο τις σκέψεις σας. Πώς σκέφτεστε την αγορά εργασίας, την οργανωμένη αγορά εργασίας από πλευράς γνώσεων, εργοδοτικών εισφορών και ανάπτυξης.
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Πολύ ενδιαφέροντα θέματα ανοίξατε. Κύριε Πρόεδρε, θέλω να σας πω ότι καταρχάς σήμερα ήθελα να εκφράσω δυο κατά την άποψή μου υπαρξιακούς κινδύνους που έχουμε μπροστά μας και επέλεξα τη Γενική σας Συνέλευση για να τους αποτυπώσω με απόλυτη σαφήνεια.
Ο ένας αφορά τον κίνδυνο των γεωπολιτικών ανακατατάξεων και της ανασφάλειας στην περιοχή, της όξυνσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τον ρόλο της Ελλάδας στις γεωπολιτικές ισορροπίες. Σέβομαι ότι επιθυμείτε να μην το κουβεντιάσουμε αυτό γιατί δηλώνετε αναρμόδιοι, αν και αφορά όλους τους πολίτες κατά την άποψή μου, όντως το ορθόν είναι να κουβεντιάσουμε περισσότερο θέματα της οικονομίας.
Το δεύτερο που κατέθεσα ως υπαρξιακό κίνδυνο, ήταν να ξαναδούμε μπροστά μας μια κοινωνική κρίση. Και θεωρώ ότι οι δυο αυτοί κίνδυνοι, γι’ αυτό τους ονομάζω «υπαρξιακούς», υπερβαίνουν τις όποιες διαφορές μας, οι οποίες είναι υπαρκτές.
Και θα αναφερθώ σ’ αυτές αν χρειαστεί, δεν υπάρχει λόγος να τις κρύψουμε, αλλά υπερβαίνουν διότι αντιλαμβάνεστε, δεν συζητώ για το άλλο θέμα της ασφάλειας. Αλλά τουλάχιστον για το ζήτημα της κοινωνικής κρίσης, όλοι κατανοούμε ότι μετά από 8 χρόνια θυσιών και κόπων να ξαναβρεθούμε μπροστά σε καταστάσεις διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής, αμφισβήτησης του συνόλου του πολιτικού συστήματος, θα έλεγα εγώ, γιατί αυτά είναι τα δεδομένα μιας κοινωνικής κρίσης, είναι κρίμα να συμβεί. Και πρέπει να το προλάβουμε.
Κι όταν βλέπει κανείς την εξίσωση να διαμορφώνεται με τη σταθερά να είναι η εξής, οι μισθοί να παραμένουν και το εισόδημα να παραμένει σταθερό ή να μειούται αλλά τις τιμές να αυξάνονται δραματικά, με ταχύτητα πληθωρισμού 11,5%, πηγαίνουμε λοιπόν κατευθείαν σε μια κατάσταση κοινωνικής έντασης και όξυνσης και κοινωνικής κρίσης και πρέπει να βρεθούν απαντήσεις.
Πρέπει να βρεθούν απαντήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, πρέπει να βρεθούν απαντήσεις και σε εγχώριο επίπεδο. Δεν μπορεί, με δυο λόγια, ο μισθωτός να παίρνει τον λογαριασμό του ρεύματος και να είναι ισόποσος ή μεγαλύτερος από το μισθό του ή ο συνταξιούχος και ούτω καθεξής. Δεν μπορεί ο μικρομεσαίος επιχειρηματίας να μην έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει την επιχείρησή του, οι παραγωγικές βιομηχανίες να βλέπουν το παραγωγικό κόστος, το κόστος ενέργειας, να αυξάνεται σ’ αυτά τα επίπεδο σήμερα που καθιστούν την παραγωγική δραστηριότητα επισφαλή.
Άρα λοιπόν, εκεί πρέπει να βρούμε απαντήσεις. Και θεωρώ πάρα πολύ κρίσιμο ζήτημα, βεβαίως, το να δούμε πέραν της παγκόσμιας διάστασης και της ευρωπαϊκής διάστασης, γιατί υπάρχει αυτή η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον πανευρωπαϊκό ενεργειακό πληθωρισμό και τον ελληνικό ενεργειακό πληθωρισμό: 39% – 62%.
Και εκεί πιστεύω ότι υπάρχουν σοβαρά ζητήματα στρεβλής διάρθρωσης της ίδιας της αγοράς, παθογένειες δεκαετιών αλλά και παθογένειες εφαρμογής ενός πλαισίου, μιας κοινοτικής οδηγίας για το Χρηματιστήριο Ενέργειας που, κατά την άποψή μου, αυτό καθαυτό στις συνθήκες της κρίσης δεν μπορεί να λειτουργήσει. Άρα, πρέπει και στην Ευρωπαϊκή Ένωση να υπάρξουν κατευθύνσεις αναθεώρησης αυτής της λειτουργίας, αλλά και στρεβλής εφαρμογής στους στην Ελλάδα.
Διότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που το 100% της παραγόμενης ενέργειας περνά στην αγορά μέσω του Χρηματιστηρίου και δεν υπάρχει προθεσμιακή αγορά, δεν υπάρχουν διμερή συμβόλαια. Αυτό είναι καταλυτικό και για τη βιομηχανία, διότι οι βασικοί που συμπράττουν σε συμβόλαια προθεσμιακής αγοράς, είναι οι ενεργοβόρες βιομηχανίες.
Κλείνω λοιπόν αυτή την παρένθεση, αλλά τη θεωρώ πάρα πολύ κρίσιμη, καίριας σημασίας και έρχομαι να απαντήσω στα άλλα θέματα τα οποία θέσατε.
Εμείς φανταζόμαστε μια αγορά εργασίας η οποία θα λειτουργεί μέσα σε πλαίσια και κανόνες. Το κράτος δεν μπορεί να παρεμβαίνει σε όλα, πρέπει όμως να θέτει κάποια όρια λειτουργίας. Και γνωρίζετε ότι η βασική διαφωνία μας έγκειται στο ότι εμείς έχουμε μια ιδιαίτερη προσήλωση στην ανάγκη να προστατευθεί η εργασία με κανόνες και να υπάρχουν ελεγκτικοί μηχανισμοί.
Η διαφωνία μας δεν είναι τόσο μεγάλη στο θέμα του κατώτατου μισθού μ’ εσάς, νομίζω. Είναι μεγάλη μ’ ένα κομμάτι που ανήκει στον κλάδο σας, αλλά όχι με τις θέσεις σας εν γένει. Οφείλω να το πω αυτό, αλλά για εμάς είναι κρίσιμο: δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις την κρίση του πληθωρισμού αν ο μισθός τρέχει πολύ χαμηλότερα απ’ όσο τρέχει ο πληθωρισμός.
Η Ελλάδα είναι η χώρα που δεν αύξησε τον κατώτατο μισθό μαζί με την Εσθονία καθόλη τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης. Και τον αύξησε πρόσφατα, μ’ ένα ποσοστό που είναι μικρότερο από τον πληθωρισμό. Και βεβαίως είναι η χώρα η οποία έχει σήμερα, το 2022, χαμηλότερο κατώτατο μισθό απ’ ό,τι πριν από την κρίση του 2010.
Αυτή είναι μια δραματική υποτίμηση της εργασίας στη χώρα μας. Είναι κι αυτή μία από τις αιτίες που βιώνουμε και αυτό το μεγάλο πρόβλημα που συζητήσαμε λίγο πριν, εκτός μικροφώνου, την αδυναμία να βρουν επιχειρήσεις ενεργό παραγωγικό δυναμικό. Δεν είναι όμως οι μόνοι, να είμαι ειλικρινής. Υπάρχουν και άλλα ζητήματα κρίσιμα.
Συμφωνούμε λοιπόν σ’ αυτό. Είμαστε ανοιχτοί στο να συζητήσουμε το πώς μπορούμε να μειώσουμε το μη μισθολογικό κόστος της παραγωγικής διαδικασίας. Εκεί βέβαια πάντοτε σε συνάρτηση με τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας, αλλά είναι αληθές ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα. Αυτή η ψαλίδα που είπατε, είναι πολύ μεγάλη. Και το αντιμετωπίζουν ιδίως επιχειρήσεις οι οποίες έχουν εξειδικευμένη δραστηριότητα και θέλουν στελέχη υψηλής ειδίκευσης με υψηλότερους μισθούς.
Δ. ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ: Όπου λειτουργούν νόμιμα.
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Όπου βλέπουμε να λειτουργούν νόμιμα και αυτό είναι πολύ σημαντικό που είπατε και βλέπουμε το χάντικαπ που υπάρχει και που είναι μία από τις αιτίες του brain drain. Δηλαδή, νέοι επιστήμονες, υψηλά ειδικευμένοι, στο εξωτερικό παίρνουν πολύ υψηλότερους μισθούς στις τελικές τους απολαβές, διότι στην Ελλάδα υπάρχει αυτή η διαφορά ανάμεσα σε αυτό που πάει στην τσέπη του εργαζόμενου, του μισθωτού και σε αυτό που δίνει η επιχείρηση.
Τέλος, θα συμφωνήσουμε απόλυτα στα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την ανάγκη, παρά την κρίση που περνάμε, να επιταχυνθεί η ψηφιακή μετάβαση και η πράσινη μετάβαση, αλλά με σχέδιο. Αυτό που είδαμε με την απολιγνιτοποίηση δεν ήταν πράσινη μετάβαση. Ήταν η μεταφορά από ένα ορυκτό καύσιμο σε ένα άλλο ορυκτό καύσιμο μεταβατικής διάρκειας, αλλά με μεγάλο κόστος για την ελληνική οικονομία.
Γιατί ναι μεν όλοι ξέρουμε ότι πρέπει να φύγουμε από τον λιγνίτη, αλλά ο λιγνίτης είναι ένα προϊόν το οποίο υπάρχει στη χώρα μας. Το έχουμε, μπορούμε να κάνουμε εξόρυξη εμείς, μπορούσε να καλύπτει ένα 20% της παραγωγής, έφυγε, έπεσε ξαφνικά στο 6% – 7%. Όχι ότι θα σωνόμασταν, αλλά δημιούργησε και αυτό πολύ μεγάλη επιβάρυνση, δεδομένου ότι άλλες χώρες που και αυτές ακολουθούν τους ίδιους κανόνες για τη σύγκλιση την κλιματική, έχουν περιθώριο στο 35%. Εμείς είχαμε βάλει το 2030, το 2028. Γιατί έπρεπε να πάμε στο 2023, κανείς δεν κατάλαβε. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, σε αυτά θα συμφωνήσουμε.
Θέλω να πω όμως ότι για μας έχει πολύ μεγάλη σημασία στο ενεργειακό μοντέλο να δούμε το θέμα των ενεργειακών κοινοτήτων. Την αποκέντρωση. Αυτό το να είσαι ταυτόχρονα παραγωγός και καταναλωτής. Και εκεί η χώρα μας δυστυχώς είναι πάρα πολύ πίσω. Φτιάξαμε μια νομοθεσία πριν από 4 χρόνια που ήταν καινοτόμος, αλλά δεν προχώρησε. Βλέπω ότι σήμερα με την κατάσταση που υπάρχει στον ΔΕΔΔΗΕ δεν μπορούν να γίνουν, ακόμα και γι’ αυτούς που παράγουν ρεύμα, συνδέσεις στο δίκτυο. Τραγικό αυτό. Άρα λοιπόν πρέπει να υπάρξει μια προσπάθεια να επικεντρώσουμε στις αδυναμίες μας, στις παθογένειές μας, να εκσυγχρονίσουμε τη λειτουργία μας για να μπορέσουμε να είμαστε πιο παραγωγικοί και ανταγωνιστικοί.
Τέλος, θίξατε το θέμα της έλλειψης εργατικών χεριών. Εγώ είπα ότι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους χαμηλούς μισθούς, αλλά είπατε ότι δεν οφείλεται μόνο εκεί. Είναι γεγονός ότι η χώρα μας αντιμετωπίζει μια δραματική απειλή, διαχρονική, θα έλεγα, θα την αντιμετωπίσουμε τις επόμενες δεκαετίες. Τα άμεσα είναι αυτά που σας είπα πριν από λίγο, αλλά η μεγάλη απειλή είναι το δημογραφικό.
Δ. ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ: Και κατ’ επέκταση το συνταξιοδοτικό.
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Και κατ’ επέκταση ναι, το συνταξιοδοτικό. Ας είναι καλά ο Κατρούγκαλος, διότι ήσασταν αντίθετοι πολλοί από εσάς με τη μεταρρύθμιση, σχηματικά το είπα, διότι προφανώς ο άνθρωπος απλά ανέλαβε το δύσκολο ρόλο εκείνη την εποχή. Ήταν μια από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για να γίνει βιώσιμο το συνταξιοδοτικό σύστημα στη χώρα.
Η Κομισιόν μας δίνει βιωσιμότητα έως το 2050. Βεβαίως, με τις εξελίξεις στο δημογραφικό, μπορεί να μειωθούν αυτές οι προβλέψεις, να έρθουν προς τα εδώ, αλλά να είμαστε ειλικρινείς. Μια χώρα που γερνάει, μια χώρα που μειώνεται δραματικά ο πληθυσμός της και μια χώρα που έχει κλειστές τις πλάτες στο διαφορετικό, διότι φοβάται ότι θα αλλοιωθεί η εθνική της ταυτότητα, νομίζω ότι κάνει λάθος. Διότι την ίδια στιγμή που είμαστε περήφανοι με τον Αντεντοκούμπο και τις επιτυχίες του στο ΝΒΑ, την ίδια στιγμή ακολουθούμε μια πολιτική που στην πραγματικότητα κλείνει με απόλυτο φραγμό τη νόμιμη ένταξη μεταναστών στη χώρα. Για να μπορέσει κάποιος να αποκτήσει ελληνική ιθαγένεια σήμερα, πρέπει να έχει γνώσεις καλύτερες από αυτές που έχουμε εμείς. Τους κάνουν κάτι ερωτήσεις των ανθρώπων αυτών για να πάρουν την ιθαγένεια που ούτε εμείς θα μπορέσουμε να απαντήσουμε.
Αυτό είναι στρατηγική. Και είναι υποκρισία την ίδια στιγμή που ακολουθείς αυτή τη στρατηγική, την ξενοφοβική, την ίδια στιγμή να επισημαίνεις το πρόβλημα και να λες ότι πρέπει να δώσουμε τη δυνατότητα ένταξης μεταναστών. Νομίζω ότι σε αυτό το θέμα πρέπει να πάρουμε γενναίες αποφάσεις στο μέλλον και να μη βλέπουμε τις μεταναστευτικές ροές μονάχα ως απειλή, αλλά και ως ένα παραγωγικό δυναμικό το οποίο πρέπει να ενταχθεί στην ελληνική οικονομία και στην ελληνική κοινωνία και να αποκτήσει ελληνική παιδεία.
Εγώ είμαι περήφανος που είμαι ο πρωθυπουργός που θεσμοθέτησα την ιθαγένεια στα παιδιά που γεννιούνται στη χώρα. Νομίζω ότι πρέπει να ακολουθήσουμε μια διαφορετική πολιτική, αλλιώς το δημογραφικό πρόβλημα θα το βρούμε μπροστά μας τα επόμενα χρόνια ως ένα υπαρξιακό μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Δ. ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, επιτρέψτε μου μια τελευταία παρατήρηση. Να σας δώσω μια ευκαιρία ακόμα πριν κλείσουμε. Προσπαθείτε να παίξετε στο δικό μας γήπεδο μιλώντας για την ενέργεια. Εγώ είμαι αρκετά βλαξ, προσπαθώ να παίξω στο δικό σας γήπεδο, να μιλήσω για τη σχέση επιχειρήσεων και πολιτικής και κοινωνίας.
Υπάρχουν αρκετές έρευνες τελευταία, πιο πρόσφατα, διεθνείς έρευνες, που δείχνουν ότι όλο και περισσότερο η κοινωνία εμπιστεύεται λιγότερο τους πάσης φύσεως θεσμούς, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών και των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ενδιαφέρον είναι εκεί πέρα ότι δεν έχει πέσει και ίσως έχει αυξηθεί η εμπιστοσύνη στις επιχειρήσεις.
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Στην επιχειρηματικότητα.
Δ. ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ: Στην επιχειρηματικότητα. Και σε πολλές χώρες βλέπουμε αυτή την τάση να βλέπει η κοινωνία πρώτα την επιχειρηματικότητα περισσότερο μέρος της λύσης, παρά ως μέρος του προβλήματος. Άρα, τη βάζει λιγότερο απέναντί της.
Αυτό είναι κάτι που και στο ΣΕΒ το ασπαζόμαστε. Στην Ελλάδα έχουμε παραδοσιακά μια πιο δύσκολη σχέση της επιχειρηματικότητας με την κοινωνία, αλλά είναι τόσο δύσκολα και πολύπλοκα τα προβλήματα που έχουμε τώρα και τέτοιες οι προκλήσεις, που πραγματικά πιστεύουμε, και εμείς γι’ αυτό μαχόμαστε, ότι στον βαθμό που μπορέσουμε και από τις δυο πλευρές να πούμε όχι πού με δυσκολεύεις, πού σε δυσκολεύω, αλλά να μπορέσουμε στα πράγματα που συμφωνούμε ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν, να δουλέψουμε μαζί, έχουμε περισσότερα να κερδίσουμε και ως επιχειρήσεις και ως κοινωνία και ως χώρα.
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Κοιτάξτε, εγώ νομίζω ότι αυτοί οι δείκτες μπορούν να γίνουν καλύτεροι εάν συμφωνήσετε να θέσουμε κανόνες ως πολιτεία και να θέσουμε κανόνες που να προστατεύουν και την εργασία, που δεν θα επιτρέπουν την αδήλωτη ή μαύρη εργασία, που θα διευκολύνουν και τις επιχειρήσεις όμως ταυτόχρονα στο να αμείβουν επαρκώς ένα καλό στέλεχος χωρίς να πηγαίνουν τα 2/3 των αμοιβών έξω από την τσέπη του στελέχους.
Όλα αυτά θα βοηθήσουν, πιστεύω, να αυξηθεί ακόμα περισσότερο η εμπιστοσύνη της κοινωνίας απέναντι στην επιχειρηματικότητα. Μην ξεχνάμε ότι εμείς ως λαός, είμαστε ένας λαός που έχουμε μια έφεση στο επιχειρείν.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πολλές μεγάλες επιχειρήσεις. Άρα, η έννοια της επιχειρηματικότητας ίσως είναι συνυφασμένη και με τη μεσαία επιχείρηση και με τη μικρή επιχείρηση στη συνείδηση των πολιτών.
Εγώ, σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις του κλάδου σας που και αυτές περνάνε κρίση αυτή την περίοδο, είμαι πιο ανήσυχος για τη βιωσιμότητα των μικρότερων επιχειρήσεων το επόμενο διάστημα, οι οποίες πέρα από στήριξη και χρηματοδοτικά εργαλεία, χρειάζονται και σοβαρό εκσυγχρονισμό για να μπορέσουν να αντέξουν σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, για να γυρίσω στο αρχικό σας θέμα, είναι θετικό το ότι υπάρχει θετική ανταπόκριση της κοινής γνώμης και συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας θετική απέναντι στην επιχειρηματικότητα. Νομίζω ότι αυτός είναι ο σημαντικός και αναντικατάστατος ρόλος του κράτους: να θέσει τα πλαίσια, να θέσει τους κανόνες, να έχει τους ρυθμιστικούς μηχανισμούς εκείνους ώστε να παραμείνει η επιχειρηματικότητα υγιής και παραγωγική προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας και της οικονομίας μας.
Δ. ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτό νομίζω ότι είναι ένα πολύ ωραίο τελείωμα. Κύριε Πρόεδρε, ευχαριστούμε.
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Να είστε καλά. Και εγώ σας ευχαριστώ.