DEBRA Directive – Η πρόταση οδηγίας της ΕΕ με σκοπό την παροχή φορολογικών κίνητρων για την χρηματοδότηση εταιρειών με ίδια κεφάλαια
Μιχάλης Στεφανάκης
Senior Manager, Tax Services Deloitte Business Solutions SA
Άρθρο στο Μηνιαίο Ενημερωτικό Δελτίο ΣΕΒ – Ρυθμιστικό Περιβάλλον και Επιχειρήσεις – 28 Ιούνιου 2022
Στο φορολογικό κόσμο υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στη χρηματοδότηση με ίδια κεφάλαια και στη χρηματοδότηση με δανεισμό. Το κόστος του δανεισμού, δηλαδή ο τόκος, εκπίπτει κατ’ αρχήν από τα ακαθάριστα έσοδα. Αντίθετα, η χρηματοδότηση με ίδια κεφάλαια δε δημιουργεί κάποια εκπιπτόμενη δαπάνη. Επομένως, από αμιγώς φορολογική άποψη, συμφέρει την εταιρεία να χρηματοδοτηθεί με δάνειο αφού θα πληρώσει λιγότερο φόρο εισοδήματος.
Την ανισότητα αυτή (το λεγόμενο «bias») επιχειρούν να μετριάσουν τα προτεινόμενα μέτρα της οδηγίας DEBRA. Το άρθρο 4 της πρότασης οδηγίας παρέχει κίνητρα στη χρηματοδότη με ίδια κεφάλαια. Ταυτόχρονα, το άρθρο 6 θεσπίζει αντικίνητρα στη χρηματοδότηση με δανεισμό.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 4 της πρότασης Οδηγίας θεσπίζει μια φορολογικά εκπιπτόμενη τεκμαρτή δαπάνη τόκου, η οποία υπολογίζεται στην ετήσια αύξηση της καθαρής θέσης. Το επιτόκιο αποτελείται από ένα βασικό δείκτη βασιζόμενο στην Οδηγία 2009/138/EK με την προσθήκη ενός premium 1% ή 1,5% ειδικά για μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η τεκμαρτή δαπάνη τόκου εκπίπτει για 10 χρόνια (προσομοιάζοντας έτσι τη διάρκεια μια δανειακής σχέσης). Η τεκμαρτή δαπάνη τόκου δε μπορεί να υπερβαίνει το 30% του EBITDA κατ’ έτος. Για παράδειγμα, αν η καθαρή θέση της επιχείρησης αυξηθεί κατά 20 μονάδες το φορολογικό έτος 2024 (δηλαδή την ΧΧ.ΧΧ.2023 ήταν 100 και την ΧΧ.ΧΧ.2024 ανήλθε σε 120) τότε οι 20 μονάδες θα πολλαπλασιαστούν με το επιτόκιο, και ο τόκος που θα προκύψει θα εκπίπτει φορολογικά το έτος 2024 και τα επόμενα εννέα (9) χρόνια, μέχρι το 30% του EBITDA του εκάστοτε έτους. Στην καθαρή θέση, σύμφωνα με την πρόταση Οδηγίας, περιλαμβάνονται όχι μόνο το μετοχικό κεφάλαιο αλλά και το αποθεματικό υπέρ το άρτιο, άλλα αποθεματικά ακόμα και αποτιμησιακά καθώς και κέρδη εις νέον. Αφαιρείται, ωστόσο, το κόστος κτήσης των συμμετοχών για να μην πολλαπλασιάζεται τεχνητά η τεκμαρτή δαπάνη τόκου σε έναν όμιλο, π.χ. σε περίπτωση διαδοχικών αυξήσεων κεφαλαίου.
Το αντικίνητρο του άρθρου 6 της πρότασης Οδηγίας είναι στην ουσία ένας πρόσθετος κανόνας περιορισμού των τόκων. Το υπερβαίνον κόστος δανεισμού θα εκπίπτει μόνο κατά 85%. Ο ισχύων κανόνας περιορισμού των τόκων (αρ. 49 του ν. 4172/2013), ο οποίος προβλέπει την μη έκπτωση του υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού στο βαθμό που ξεπερνά το 30% του φορολογικού EBITDA, θα συνεχίσει να ισχύει, αλλά πρώτα θα εφαρμόζεται ο κανόνας περιορισμού των τόκων της πρότασης οδηγίας. Έτσι, αν μια εταιρεία έχει δαπάνη τόκου 100 (και κανένα έσοδο τόκου χάριν απλοποίησης), τότε θα αναμορφώσει τις 15 μονάδες βάσει της πρότασης οδηγίας. Τα υπόλοιπα 85 θα συγκριθούν με το 30% του φορολογικού EBITDΑ (εκτός κι αν είναι κάτω από το όριο του de minimis). Εάν το ποσό προς έκπτωση που προκύπτει με βάση το 30% του ΕΒΙΤDA είναι μικρότερο του 85, π.χ. 80, τότε η διαφορά (δηλαδή 5) θα μεταφέρεται προς έκπτωση στα επόμενα φορολογικά έτη.
Η πρόταση οδηγίας απαιτεί ομοφωνία των κρατών μελών στο Συμβούλιο της Ευρώπης προκειμένου να μετουσιωθεί σε οδηγία. Σε αυτή τη περίπτωση, η προθεσμία ενσωμάτωσης στα κράτη μέλη θα είναι η 31.12.2023 με έναρξη εφαρμογής την 1.1.2024.
Είναι σημαντικό για τις ελληνικές επιχειρήσεις να παρακολουθούν την πορεία της ενσωμάτωσης, καθώς και να επεξεργαστούν σενάρια της επίπτωσης που θα έχει η ενσωμάτωση. Τέλος, η οδηγία θα συνοδεύεται από αντικαταχρηστικές διατάξεις. Ιδιαίτερη προσοχή επομένως θα χρειαστούν σχεδιασμοί που αποσκοπούν αποκλειστικά σε φορολογικό πλεονέκτημα (π.χ. μείωση κεφαλαίου και επανεισαγωγή του μετά την έναρξη εφαρμογής της οδηγίας).