Δεν επιτρέπεται αστοχία στον κλιματικό σχεδιασμό
Άρθρο κ. Κωνσταντίνου Κωνσταντίνου, Γενικού Διευθυντή του Συμβουλίου ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, στην ειδική έκδοση για την ενέργεια και το περιβάλλον της Εφημερίδας των Συντακτών
Μόλις έναν χρόνο πριν, η Ευρώπη βρέθηκε αντιμέτωπη με μια απροσδόκητη ενεργειακή κρίση που άφησε έντονο το αποτύπωμά της σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αλλά και ένα γενικευμένο αίσθημα ανασφάλειας ως αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης ότι η επάρκεια του αγαθού της ενέργειας δεν είναι στον έλεγχό μας. Δυστυχώς, με τον πιο αιφνίδιο και απότομο τρόπο επιβεβαιώθηκε αυτό που η επιχειρηματικότητα σταθερά τονίζει, ότι δηλαδή η πράσινη μετάβαση είναι απαραίτητο να συνδυαστεί με καθαρή ενέργεια σε λογικό κόστος και με εξασφάλιση επάρκειάς της για όλους. Η αστοχία σε οποιονδήποτε από τους παραπάνω άξονες συνιστά αποτυχία με σημαντικές και απρόβλεπτες συνέπειες.
Παρά τις δυσκολίες, και με την ευτυχή συγκυρία ενός μάλλον ήπιου χειμώνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) ανταποκρίθηκε στην κρίση, εξελίσσοντας, παράλληλα την Πράσινη Συμφωνία προς τη μείωση της αβεβαιότητας και της εξάρτησης της Ευρώπης από τρίτες χώρες,. Αυτή η εξέλιξη του νομοθετικού οπλοστασίου της ΕΕ απέναντι στην κλιματική αλλαγή είναι ιδιαιτέρως καλοδεχούμενη αλλά να συνεχιστεί και να ενταθεί.
Παράλληλα, έγινε περισσότερο εμφανής η πολυπλοκότητα του εγχειρήματος από παράγοντες όπως αναγκαίες τεχνολογίες που δεν έχουν ακόμα επαρκώς αναπτυχθεί, απαραίτητα υλικά και πρώτες ύλες που δεν έχουν εξασφαλισθεί, αλλά κυρίως από την πληθώρα των μεταβολών που πρέπει να επιτευχθούν συγχρόνως. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν η τεχνολογία υδρογόνου, οι σπάνιες γαίες, η αποθήκευση ενέργειας των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), τα δίκτυα μεταφοράς, οι αυξημένες απαιτήσεις για εξοικονόμηση ενέργειας, η μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση αντί μηχανών εσωτερικής καύσης.
Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι από το 2019, που υιοθετήθηκε η Πράσινη Συμφωνία, μέχρι σήμερα, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος με την έμπρακτη συμβολή των επιχειρήσεων, οι οποίες υλοποιούν τις απαραίτητες επενδύσεις. Ενδεικτικό αποτέλεσμα, η αύξηση του ποσοστού ηλεκτροπαραγωγής από αιολικά και ηλιακά πάρκα στην Ε.Ε. από 13 % το 2019 σε 21%. Αντίστοιχα, στην χώρα μας η καταγράφηκε αύξηση από 14% το 2019 σε 27% το 2023[1]. Σύμφωνα με την ανάλυση της Ember, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 7η θέση μεταξύ των χωρών με το μεγαλύτερο ποσοστό ηλεκτροπαραγωγής προερχόμενο από αιολικές και ηλιακές πηγές για το 2022.
Βρισκόμαστε όμως σε σημείο καμπής όπου η διατήρηση, πολλώ δε μάλλον η αύξηση του ρυθμού προόδου, κάθε άλλο παρά δεδομένη πρέπει να θεωρείται. Σε πρόσφατη ομιλία της, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, αναφέρθηκε στη φιλοδοξία το μέλλον της πράσινης μετάβασης να είναι «made in Europe». Προφανώς, αποτελεί ζητούμενο και για τις επιχειρήσεις αλλά και την κοινωνία. Μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη, χωρίς ισχυρή οικονομία και σταθερή, καλά αμειβόμενη απασχόληση για τους πολίτες της δεν είναι η Ευρώπη που επιθυμούμε. Για αυτό, η διασφάλιση όρων ισότιμου ανταγωνισμού με χώρες εκτός Ε.Ε. που δεν έχουν τις ίδιες απαιτήσεις ή φιλοδοξίες είναι καθοριστικής σημασίας. Το παγκόσμιο περιβάλλον «σκληραίνει», υψώνοντας εμπορικά «τείχη» (όπως με την περίπτωση των περιορισμών στις εξαγωγές Γαλλίου και Γερμανίου που έθεσε σε εφαρμογή η Κίνα τον Αύγουστο), ή διαθέτοντας δυσθεώρητη, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, χρηματοδότηση (όπως η ψήφιση του Inflation Reduction Act από το Αμερικανικό Κογκρέσο, το οποίο σε συνδυασμό με το Bipartisan Infrastructure Law διαμορφώνει ένα συνολικό πακέτο επιχορηγήσεων $ 449 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, το πραγματικό ποσό μπορεί να φτάσει τα $ 560 δισ. με δεδομένο ότι ορισμένα κίνητρα δεν έχουν πλαφόν).
Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη ήδη χάνει σε ανταγωνιστικότητα. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2022 στην Ε.Ε. καταγράφηκε έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο ύψους €432 δισ. έναντι πλεονάσματος €57 δισ. το 2021 και €216 δισ. το 2020. Αν και η εξέλιξη αυτή επηρεάζεται σημαντικά και από την άνοδο των τιμών ορυκτών καυσίμων, επιδείνωση καταγράφεται και στο εμπορικό ισοζύγιο σιδήρου, χάλυβα, αλουμινίου και τσιμέντου, με το έλλειμμα να εκτινάσσεται από €6 δισ. το 2020 σε €39 δισ. το 2022. Σε αυτή την ευρωπαϊκή απώλεια ανταγωνιστικότητας, άρα και επενδύσεων, η χώρα μας είναι ακόμα πιο εκτεθειμένη, αφού λόγω γεωγραφικής θέσης οι εξαγωγικές προοπτικές και οι εισαγωγικές προκλήσεις είναι αντίστοιχα προς, ή από, χώρες χωρίς αντίστοιχο περιβαλλοντικό και ενεργειακό κόστος.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο νέος Εθνικός Σχεδιασμός για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) θα κριθεί όχι για το τι θέλει να πετύχει – που άλλωστε είναι προδιαγεγραμμένο στο ευρωπαϊκό και το Εθνικό ρυθμιστικό πλαίσιο – αλλά στο πώς θα το πετύχει με τη μεγαλύτερη δυνατή προστιθέμενη αξία για την οικονομία και την κοινωνία.
Οι στόχοι του νέου ΕΣΕΚ είναι εξαιρετικά –ίσως και υπερβολικά- φιλόδοξοι. Ενδεικτικά, μέχρι το 2030 προβλέπεται διπλασιασμός του ποσοστού ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας (από 22% το 2021 σε 44%), εκτεταμένη ενεργειακή αναβάθμιση σχεδόν μισού εκατομμύριου κατοικιών και εκτίναξη των ηλεκτρικών οχημάτων στο 33% – ένα στα 3 καινούργια αυτοκίνητα που θα πωλούνται το 2030 να είναι ηλεκτρικό.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που ένας τέτοιου μεγέθους και φιλοδοξίας σχεδιασμός μπορεί να αστοχήσει. Η έλλειψη χρηματοδότησης, οι ρυθμιστικές παραλείψεις, η απομόνωση από άλλες εθνικές στρατηγικές, όπως αυτή της κυκλικής οικονομίας, της ψηφιακής μετάβασης ή της βιομηχανικής στρατηγικής και τέλος η μη αποτελεσματική διακυβέρνηση, δηλαδή ο έλεγχος, η αναγνώριση και η έγκαιρη διόρθωση των δομικών αιτιών που προκάλεσαν αστοχίες, είναι μόνο κάποιοι από αυτούς.
Όμως σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, δεν έχουμε την πολυτέλεια της αστοχίας όπως ανέδειξαν οι πρόσφατες πυρκαγιές και άλλες φυσικές καταστροφές που έπληξαν κάθε είδους οικονομική δραστηριότητα και είχαν σημαντικές επιπτώσεις στην κοινωνία. .
Κοινός παρονομαστής όλων πρέπει να είναι αυτό που καταγράφεται στο ΕΣΕΚ : «Η μετάβαση αυτή θα συνδυαστεί με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και την προστασία των καταναλωτών, εγκαθιδρύοντας ένα πλαίσιο βιώσιμης ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας, αξιοποιώντας με βέλτιστο τρόπο εθνικούς και ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς μηχανισμούς και υιοθετώντας τους κατάλληλους μηχανισμούς αγοράς σύμφωνα και με την Ενωσιακή νομοθεσία».
Πολιτεία, κοινωνία και επιχειρήσεις έχουν και ρόλους και βαθμό ευθύνης που τους αναλογεί, ώστε να μην αποτύχουμε. Η πολιτεία να παρέχει ένα επαρκές και λειτουργικό πλαίσιο, οι επιχειρήσεις να αναλάβουν το ρίσκο και να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις δημιουργώντας αξία για τις ίδιες αλλά και επιστρέφοντας μέρος αυτής στις κοινωνίες όπου λειτουργούν, και η κοινωνία να αποδεχθεί και, κυρίως, να προκαλέσει την επιτάχυνση της μεταβολής με τις επιλογές της.
H θέση μας ως Συμβούλιο ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη είναι ότι η επιτυχία θα εξασφαλιστεί με την οικοδόμηση σχέσης εμπιστοσύνης από μια κρίσιμη μάζα συμμετόχων που θέλουν και μπορούν να δουν την πράσινη μετάβαση ως ευκαιρία βιώσιμης ανάπτυξης για την χώρα. Στην προσπάθεια αυτή θα συνεχίσουμε να συμβάλλουμε με τεκμηριωμένες απόψεις και μελέτες που αποτυπώνουν παράλληλα με την κλιματική διάσταση και τις προσδοκίες για την οικονομία και την απασχόληση στοχεύοντας στη μεγέθυνσή τους.
[1] https://ember-climate.org/