Απασχόληση: Η ελληνική απόκλιση
Άρθρο κ. Χρήστου Ιωάννου, Διευθυντή Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας στον ΣΕΒ, στο mononews.gr
Οι ραγδαίες αλλαγές στον κόσμο της εργασίας γεννούν πλήθος ερωτημάτων και προκλήσεων. Στον ευρωπαϊκό διάλογο παίρνουν τη μορφή ερωτημάτων του είδους «οι νέες τάσεις στην απασχόληση θα ενισχύσουν ή θα διευρύνουν τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες; Ποιες πρωτοβουλίες πρέπει να αναληφθούν σε εθνικό επίπεδο;». Πλήθος πρωτοβουλίες πρέπει να αναληφθούν σε εθνικό επίπεδο για την απασχόληση. Έχουμε, ήδη, καταθέσει στον δημόσιο διάλογο 35 ειδικές μελέτες για το Μέλλον της Εργασίας στην Ελλάδα.
Αν δούμε τις ανισότητες που χαρακτηρίζουν την ελληνική αγορά εργασίας έναντι της ΕΕ τα πράγματα γίνονται σαφή. Παρά τα θετικά βήματα στη ανάκαμψη της απασχόλησης έχουμε το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ (α’ τρίμηνο 2021: 58,3%). Καίτοι αυξάνεται, παραμένει χαμηλότερο έναντι των άλλων ουραγών: Ιταλίας (61,1%), Ισπανίας (66,6%). Το χάσμα απασχόλησης είναι μεγάλο (13 και πλέον μονάδες) έναντι του μέσου όρου της ΕΕ (71,9%) και της Ευρωζώνης (71,3%), και τεράστιο έναντι των υψηλών Ολλανδίας (81%), Σουηδίας (79,5%), αλλά και Τσεχίας και Εσθονίας (79,4%).
Η κοινωνική συνοχή και η ευημερία στην Ελλάδα συνδέονται με την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των νέων, των γυναικών, αλλά και των ανδρών, στρεφόμενοι στις πηγές των νέων θέσεων εργασίας. Ποιες είναι αυτές; Είναι οι επιχειρήσεις, οι εξωστρεφείς παραγωγικές επιχειρήσεις, που, κι αν δεν είναι, γίνονται, αναπτύσσοντας και την εξωστρέφειά τους.
Όπως είναι μετρήσιμο το ποσοστό απασχόλησης, που είναι χαμηλό στην Ελλάδα, το ίδιο μετρήσιμο είναι και το ποσοστό της απασχόλησης που συνδέεται με, και προέρχεται από, την παραγωγική εξωστρέφεια. Υπάρχει συνάφεια και συσχέτιση ανάμεσα στο χαμηλό ποσοστό απασχόλησης και στο χαμηλό ποσοστό παραγωγής και εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας.
Στην ΕΕ συνολικά 37 εκατ. θέσεις εργασίας στηρίζονται στην εξωστρέφεια των επιχειρήσεων, στον βαθμό που αυτές εξάγουν εκτός ΕΕ, αλλά και στην εξωστρέφεια των αλυσίδων παραγωγής αξίας όπου συμμετέχουν. Δηλαδή και στις επιχειρήσεις που υποστηρίζουν με την παραγωγή τους την εξαγόμενη παραγωγή των εξωστρεφών. Το 2019, πριν την κρίση του κορωνοϊού, στην ΕΕ το 17,9% της συνολικής απασχόλησης (των 209 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας), δηλαδή μία στις έξι θέσεις εργασίας, στηρίζεται στην εξωστρέφεια. Η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο όλων στην ΕΕ, με 12,2%.
Κατά τι καλύτερα είναι τα πράγματα στην Πορτογαλία (12,5%). Στην άλλη, υψηλότερη, άκρη βρίσκονται ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες όπου σχεδόν τρεις στις δέκα θέσεις εργασίας στηρίζονται στην εξωστρέφεια: Ιρλανδία (29,4%), Λουξεμβούργο (29,1%). Μπορεί να μη θέλουμε, ή να μην μπορούμε, να γίνουμε Ιρλανδία, αλλά μέχρι το 29,5%, υπάρχουν άλλες 25 καλύτερες επιδόσεις θέσεων εργασίας (Μάλτα (23,5%) Τσεχία (22,2%), Ολλανδία (21,6%) κοκ) που προέρχονται από την εξωστρέφεια.
Αυτό μας δείχνει πού βρίσκονται οι πηγές πολλών νέων θέσεων εργασίας (και αύξησης του ποσοστού απασχόλησης) σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αν επιλέξουμε, επιδιώξουμε να γίνουμε παραγωγικότεροι και ανταγωνιστικότεροι, το όφελος είναι ένα περιθώριο αύξησης του ποσοστού της απασχόλησης κατά 10 – 15%. Μόνο έτσι μπορούμε να αυξήσουμε το ποσοστό απασχόλησης κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (71%). Στην παραγωγική εξωστρέφεια βρίσκονται οι νέες θέσεις εργασίας που χρειαζόμαστε, οι πηγές τους. Οι οποίες είναι πλήρους απασχόλησης, δυναμικές, βιώσιμες, καλύτερα αμειβόμενες έναντι του μέσου όρου της ευρωπαϊκής οικονομίας, του μέσου όρου κάθε χώρας, και στην Ελλάδα. Έχουμε ήδη αρκετές θέσεις εργασίας στον κατώτατο μισθό.
Πρέπει να αποφύγουμε τον εγκλωβισμό και την καθήλωση της οικονομίας μας στις χώρες περιορισμένης παραγωγικής βάσης, χαμηλής προστιθέμενης αξίας, χαμηλών ειδικοτήτων, χαμηλής απασχόλησης και χαμηλών μισθών.
Πώς;
Ενισχύοντας την εγχώρια εξωστρεφή και ανταγωνιστική παραγωγή, με δυο λόγια τα «διεθνώς εμπορεύσιμα» προστιθέμενης αξίας, στη μεταποίηση, στις νέες τεχνολογίες, στις υπηρεσίες που συνδέονται με τις νέες τεχνολογίες, στρέφοντας και διευκολύνοντας παραγωγικές επενδύσεις προς τα εκεί. Και συνδυάζοντας τις συζητήσεις για το μέλλον του πλανήτη, της εργασίας και της χώρας μας μπορούμε να συμβάλλουμε στο κοινό μας μέλλον, στο μέλλον της Ευρώπης, με μια ισχυρή οικονομία και μια ισχυρή χώρα στα σύνορα της Ευρώπης.
Διαβάστε εδώ το 1ο μέρος και εδώ το 2ο μέρος.