“Απεργία”
Γιάννος Βάγιας
Νομικός Σύμβουλος ΣΕΒ
Μια πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία (άρθρο 211 ν. 4512/2018) έφερε πάλι στην επικαιρότητα την απεργία ως δικαίωμα που ασκείται μέσα σε νομοθετικό πλαίσιο, εκφρασμένο στη χώρα μας από τον ν. 1264/1982.
Απεργία σημαίνει διακοπή κάποιας παραγωγικής διαδικασίας με επιπτώσεις στους ίδιους τους απεργούς, στους συναδέλφους τους, που δεν θέλουν να απεργήσουν, και σ’ εκείνους που ωφελούνται από την θιγόμενη δραστηριότητα. Αυτός είναι ο λόγος που μια σωστά οργανωμένη οικονομία και κοινωνία οφείλει να φροντίζει πρώτα να μη χρειάζεται προσφυγή σε απεργία για την ικανοποίηση των εργατικών αιτημάτων, όσο βέβαια αυτό είναι δυνατό, και δεύτερο, αν εκδηλωθεί απεργία, να εξελιχθεί τουλάχιστον μέσα στα πλαίσια, που ορίζει μια δημοκρατική κοινωνία, όπως είναι η δική μας. Είναι αυτονόητο ότι η απεργία καθίσταται περιττή όσο λειτουργεί σωστά η συλλογική διαπραγμάτευση. Το νομοθετικό πλαίσιο ευτυχώς υπάρχει, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Εδώ ας θυμηθούμε ότι ο ίδιος ο νόμος, που ρυθμίζει την απεργία, φροντίζει ώστε να τής δώσει ένα χαρακτήρα αναγκαιότητας και γνησιότητας.
Η αναγκαιότητα προκύπτει, όταν η συνδικαλιστική οργάνωση, που θα απεργήσει, έχει εξαντλήσει τα περιθώρια μιας καλόπιστης διαπραγμάτευσης. Γι΄ αυτό τον λόγο εκεί όπου εκδηλώνονται οι πιο επιζήμιες για το κοινωνικό σύνολο απεργίες (δηλαδή ΟΤΑ, ΝΠΔΔ, επιχειρήσεις ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο) ο νόμος θεωρεί αυτονόητο ότι, πριν γίνουν τα αιτήματα απεργιακή επιδίωξη, έχουν γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Γι΄ αυτό η συνδικαλιστική οργάνωση, που παίρνει την πρωτοβουλία τής απεργίας, είναι υποχρεωμένη να γνωστοποιήσει εγγράφως πριν τέσσερις τουλάχιστον πλήρεις ημέρες τα αιτήματά της και την αιτιολογία τους στον εργοδότη και στα αρμόδια υπουργεία. Από την κοινή πείρα προκύπτει ότι συνήθως δεν μαθαίνουν όσοι θίγονται από την απεργία, και ιδίως τέσσερις ημέρες νωρίτερα, αν τηρήθηκε αυτή η χρήσιμη προδικασία. Στις υπόλοιπες επιχειρήσεις ο νόμος θέλει μόνον γνωστοποίηση τής απεργίας προ είκοσι τεσσάρων ωρών, αλλά κι εκεί η απεργία θα χαρακτηριστεί καταχρηστική, αν δεν έχει προηγηθεί διαπραγμάτευση από υπαιτιότητα τής συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Για να εξασφαλίσει την γνησιότητα της απεργίας, ο πρόσφατος νόμος ζητάει να παρίσταται το ½ των οικονομικά τακτοποιημένων μελών στη συζήτηση και στη λήψη απόφασης για κήρυξη απεργίας. Η προηγούμενη διάταξη έκρινε αρκετή την παρουσία τού 1/3 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών στην πρώτη συνέλευση, τού ¼ στην δεύτερη (επαναληπτική) και τού 1/5 στην τρίτη (επαναληπτική) συνέλευση.
Η επαύξηση τού ποσοστού της απαρτίας για την απόφαση της απεργίας στο ½ δεν είναι κατ’ ανάγκη αντεργατικό μέτρο, γιατί όσο μικρότερο είναι το ποσοστό της απαιτούμενης συμμετοχής, τόσο μεγαλύτερο γίνεται το ποσοστό εκείνων που δικαιούνται να μην απεργήσουν. Όπως το Σύνταγμά μας κατοχυρώνει το δικαίωμα στην απεργία, το ίδιο εξασφαλίζει και το δικαίωμα στην εργασία, δηλαδή τη μη συμμετοχή σε κηρυγμένη απεργία. Η διαφωνία λίγων ή πολλών εργαζομένων σχετικά με την κήρυξη απεργίας είναι βέβαια χωρίς σημασία, αν έχει ληφθεί νόμιμη απόφαση. Είναι αλήθεια όμως ότι μια απεργία, που δεν έχει εξαρχής ή που θα απωλέσει στην συνέχεια την αποδοχή τής ουσιαστικής πλειοψηφίας, δεν πρόκειται να διαρκέσει.
Τελικά στο ζήτημα τής απεργίας, όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα, περισσότερη σημασία από τις συχνές νομοθετικές πρωτοβουλίες έχει η τήρηση των υφιστάμενων διατάξεων.