Από πολιτική που συντηρεί την παραγωγική καθήλωση της χώρας δεν κερδίζει κανείς – Άρθρο κ. Χρήστου Α. Ιωάννου, Διευθυντή του Τομέα Απασχόλησης & Αγοράς Εργασίας του ΣΕΒ, στο Περιοδικό Epsilon7, 7/3/2019
Το ερώτημα περί “κερδισμένων” και “χαμένων” από την αναπροσαρμογή του κατωτάτου μισθού στα 650 ευρώ από 1.2.2019 (και την κατάργηση του υποκατώτατου από την ίδια ημερομηνία) θα απαντηθεί από τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας και την οικονομία.
Τα στοιχεία της απασχόλησης και των μισθών θα δείξουν τις επιπτώσεις στην απασχόληση και στους ρυθμούς μεταβολής της, στη σύνθεσή της μεταξύ πλήρους και μερικής (και εκ περιτροπής), στη μισθολογική διάρθρωση και τη διανομή εισοδήματος, την επίπτωσή τους στις μέσες αμοιβές, κοκ. Τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗΣ (2014-2017) για τις θέσεις εργασίας, τους μισθούς, και τον κατώτατο μισθό που κατέστησαν διαθέσιμα στη διαδικασία διαβούλευσης για τον νέο καθορισμό του αποκαλύπτουν την υφιστάμενη κατάσταση και το σημείο αφετηρίας των «κερδισμένων» και των «χαμένων».
Τα στοιχεία δείχνουν ότι την περίοδο 2014-2017 η ελληνική αγορά εργασίας εμφανίζει τα συμπτώματα της παραγωγικής και της μισθολογικής καθήλωσης, καθώς η πλειονότητα των νέων θέσεων εργασίας που έχει δημιουργηθεί εντοπίζεται σε χαμηλά αμειβόμενη απασχόληση και σε κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας (εν προκειμένω, στο εμπόριο και την εστίαση).
Υπάρχει, δηλαδή, μια αφετηρία από την οποία ξεκίνησε η νέα διαδικασία καθορισμού του κατωτάτου μισθού. Ήταν και είναι «κερδισμένο» ή «χαμένο» το αυξανόμενο την περίοδο 2014-2017 μερίδιο των μισθωτών που απασχολούνται σε θέσεις εργασίας αμειβόμενες με τον κατώτατο μισθό;
Εν μέσω ραγδαίων διεθνών τεχνολογικών και παραγωγικών ανακατατάξεων, ο σημαντικότερος κίνδυνος που ήδη βιώνει η Ελλάδα, την τελευταία τετραετία τουλάχιστον, είναι ο εγκλωβισμός και η καθήλωση της οικονομίας στις χώρες περιορισμένης παραγωγικής βάσης, χαμηλής προστιθέμενης αξίας, χαμηλών ειδικοτήτων και χαμηλών μισθών.
• Να μειωθεί η φορολογία της εργασίας.
• Να συγκρατηθεί το μη μισθολογικό κόστος με τη μείωση των εισφορών.
• Να αποσυνδεθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού από τον μέσο μισθό.
Το ύψος των μισθών που μπορεί να πληρώνει μία οικονομία και μια κοινωνία στα εργαζόμενα μέλη της δεν είναι κάτι που εξαρτάται από τις επιθυμίες ή τις καλές προθέσεις της Κυβέρνησης. Η πραγματικότητα είναι ότι το ύψος των μισθών, και μεταξύ αυτών το ύψος των κατώτατων μισθών, που μπορεί να αντέξει η οικονομία, συνδέεται με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της, το μέγεθος της ανεργίας και της αδήλωτης εργασίας. Στο σημερινό εργασιακό και μισθολογικό περιβάλλον αποτελούσε και αποτελεί μείζονα προτεραιότητα η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων με μείωση στην φορολογία της εργασίας και μείωση των εισφορών.
Οι μισθοί στη μεταποίηση (€1.111,4 έναντι μέσου μισθού €982,4 στο σύνολο των κλάδων) είναι υψηλότεροι κατά 13% του μέσου όρου του συνόλου των κλάδων, ενώ στην εστίαση (€366,8) είναι χαμηλότεροι κατά 63% και στο λιανικό εμπόριο (€757,1) χαμηλότεροι κατά 23% του μέσου όρου. Η ίδια εικόνα παρατηρείται και στην περίπτωση του διαμέσου μισθού για την περίοδο 2014-2017.
Ο μέσος μισθός στην κατηγορία των διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων εμφανίζεται συστηματικά υψηλότερος της κατηγορίας των διεθνώς μη εμπορευσίμων, και υψηλά συσχετισμένος με τον μέσο μισθό του τομέα της μεταποίησης. Η ίδια εικόνα παρατηρείται και στην περίπτωση του διαμέσου μισθού για την περίοδο 2014-2017. Και για αυτό πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις επενδύσεις και στην ανταγωνιστικότητα των διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών.
Κατά τη διάρκεια της προσαρμογής, η Ελλάδα προχώρησε σε εργασιακές μεταρρυθμίσεις, έχοντας πλέον ανακτήσει σημαντικό μέρος των απωλειών ανταγωνιστικότητας. Ένα από τα σημαντικά αποτελέσματα αυτών ήταν η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ μισθών και παραγωγικότητας, η οποία είναι αναγκαία προκειμένου να μετασχηματιστεί η χώρα σε μια εξωστρεφή οικονομία, προσανατολισμένη στις εξαγωγές και την προσέλκυση επενδύσεων. Για τους παραπάνω λόγους, η επιστροφή στις πολιτικές της εποχής που μας οδήγησαν στην κρίση, κυρίως σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση και τη λειτουργία των αγορών, ιδίως της αγοράς εργασίας, μπορεί να αποβεί καταστροφική. Παρά την προσαρμογή το επίπεδο της απασχόλησης και της ανεργίας δεν έχει επανέλθει σε επιθυμητά επίπεδα. Ναι μεν οι θέσεις εργασίας των μισθωτών στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ αυξάνονται, αλλά δεν αυξάνονται το ίδιο στα στοιχεία Έρευνας Εργατικού Δυναμικού ΕΛΣΤΑΤ συνεχίζει μεν να αυξάνεται για τέταρτο συνεχόμενο έτος υπολείπεται δε κατά περίπου 140 χιλιάδες άτομα από το αντίστοιχο α’ τρίμηνο του 2012, περίοδο κατά την οποία βρισκόταν σε κορύφωση η διαδικασία υποχώρησης της απασχόλησης. Το δ’ τρίμηνο του 2017 (όπου φθάνουν τα διαθέσιμα στοιχεία του ΕΡΓΑΝΗ) βρίσκεται ακόμη σε επίπεδο χαμηλότερο και του α’ τριμήνου του 2012 (το 2012 ήταν 3,785 εκ. και το 2017 είναι 3,736 εκ.). Η διαδικασία ανάκτησης θέσεων εργασίας συνολικά δεν πρέπει ούτε να επιβραδυνθεί ούτε να ανακοπεί. Όταν οι μισθολογικές επιλογές είναι πλησιέστερα στα σημεία ισορροπίας τότε δεν υπάρχουν «κερδισμένοι» και «χαμένοι», κερδίζουν και οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις. Και η απασχόληση και οι μισθοί. Και οι οικονομία και η κοινωνία. Και αυτά τα σημεία ισορροπίας πρέπει να τα βρίσκει η οικονομική και η κοινωνική πολιτική όταν δεν αντιμετωπίζει τον κατώτατο μισθό ως εφήμερη προεκλογική μεταβλητή.