Από τις διαπιστώσεις… στις πράξεις! – Άρθρο κ. Θεόδωρου Φέσσα, Προέδρου του ΣΕΒ στην Καθημερινή της Κυριακής, 23/3/2019
Έως τον Αύγουστο του 2018 οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί βρίσκονταν στην άβολη –γι’ αυτούς- θέση να παρεμβαίνουν σε θέματα εθνικής δικαιοδοσίας σε ο,τι αφορά τις πολιτικές για την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας. Ως εκ τούτου, είναι δεδομένη και η δική τους ευθύνη για την υπερφορολόγηση της οικονομίας που αποτρέπει την προσέλκυση επενδύσεων, το ξήλωμα των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας που υπονομεύει την παραγωγικότητα της οικονομίας, την αποδοχή ημίμετρων στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και εξυγίανσης πολλών προβληματικών ΔΕΚΟ, που τις αφήνει στην ίδια ή και χειρότερη κατάσταση από αυτή που βρίσκονταν στην αρχή των μνημονίων.
Τώρα που οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί βρέθηκαν ξανά στην – πιο ευχάριστη – θέση να διατυπώνουν συστάσεις για την αναπτυξιακή πορεία της Ελληνικής οικονομίας, ανακαλύπτουν εκ νέου τις διαρθρωτικές αδυναμίες της. Και προτείνουν ένα διαφορετικό μίγμα πολιτικής για την προσέλκυση επενδύσεων.
Το διαπιστώσαμε από την τοποθέτηση του κ. Κοστέλο την περασμένη εβδομάδα, ο οποίος τόνισε πως ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας πρέπει να ανέλθει στο 4%, ότι η χώρα μας αντιμετωπίζει χαμηλή παραγωγικότητα, περιορισμένη αποτελεσματικότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και ένα πολύ σημαντικό επενδυτικό κενό που πρέπει άμεσα να καλυφθεί. Διαπίστωσε πως λείπουν ετησίως €15 δισ. επενδύσεις για να προσεγγίσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (δηλαδή 20% του ΑΕΠ, από το 13% που είναι σήμερα) και επιβάλλεται γι’ αυτό η επιτάχυνση τόσο των δημοσίων όσο και των ιδιωτικών επενδύσεων.
Παράλληλα, αναγνώρισε ότι παραμένει μεγάλος ο αριθμός επιχειρήσεων σε αναμονή αναδιάρθρωσης κι ότι η κληρονομιά της κρίσης περιορίζει τη χρηματοδότηση της οικονομίας από τον τραπεζικό τομέα κρατώντας σε χαμηλά επίπεδα επενδύσεις και παραγωγικότητα. Κατέληξε ότι παρά τα ελπιδοφόρα μηνύματα από την αύξηση των εξαγωγών, η οικονομία δεν πρόκειται να ανακάμψει σημαντικά χωρίς την περαιτέρω εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με ελληνική πλέον ιδιοκτησία και στόχους.
Η, ομολογουμένως τιμητική, (έστω και αναδρομικά) υιοθέτηση των θέσεων του ΣΕΒ, είτε από την ΕΕ, είτε από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου της χώρας μας δεν μας χαροποιεί – το αντίθετο μάλιστα. Γιατί η χώρα οφείλει να υιοθετεί έγκαιρα τις προτάσεις που έχουν αξία.
Ήδη από το 2015 ο ΣΕΒ είχε αναγνωρίσει το επενδυτικό κενό και είχε επισημάνει την ανάγκη γεφύρωσής του. Αλλά οι (κοινοί πλέον) στόχοι, που έστω και αργά αναγνωρίζονται, προϋποθέτουν συγκεκριμένες συνθήκες, που πρέπει να πληρούνται για να μεταβούμε από τη διαπίστωση στην πραγματική αναβάθμιση της οικονομίας μας. Για τον ΣΕΒ, η βέλτιστη πολιτική για την ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή, τη μείωση της φτώχειας, και τη δημιουργία θέσεων εργασίας είναι οι ιδιωτικές επενδύσεις.
Από τα πρώτα χρόνια της κρίσης, ο ΣΕΒ υπογραμμίζει συστηματικά πως ο συνδυασμός υπερφορολόγησης και απουσίας μεταρρυθμιστικής προόδου, είναι και η αιτία της καθήλωσης της ανάπτυξης, του brain drain και της επενδυτικής δυστοκίας. Τονίζαμε επίσης πως η πολιτική των παροχών, που χρηματοδοτούνται από την εξαντλητική φορολόγηση των πολιτών και των επιχειρήσεων δεν παρέχει ούτε επαρκή, ούτε μακροπρόθεσμη προστασία στους ασθενέστερους. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ιδιωτικές επενδύσεις που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και αξιοπρεπείς μισθούς.
Συνεπώς, η επιτάχυνση της ανάπτυξης σε ρυθμούς 4% και η προσέλκυση επενδύσεων, όπως ορθά αναφέρουν και οι εκθέσεις του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου» και της «Ενισχυμένης Εποπτείας» προϋποθέτουν κατ’ αρχάς την αναπτυξιακή εργαλειοποίηση του φορολογικού συστήματος.
Φιλο-αναπτυξιακό φορολογικό σύστημα σημαίνει διεύρυνση της φορολογικής βάσης και μείωση των συντελεστών φορολογίας, πρωτίστως στην μισθωτή εργασία. Οι φιλο-αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις αφορούν στα επενδυτικά κίνητρα, στις αγορές προϊόντων, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στην επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης, στην ταχεία και απλούστερη αδειοδότηση, στην ασφάλεια δικαίου κοκ. Πρόκειται για παραμέτρους, που ο ΣΕΒ έχει εντοπίσει και τεκμηριώσει μέσα από τις μελέτες του σε συνεργασία με τις μεγαλύτερες συμβουλευτικές εταιρίες του κόσμου.
Το ίδιο ισχύει και για τις (σταθερές εδώ και δεκαετίες) θέσεις μας σχετικά με την ανάγκη για την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, εντός της ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς. Η πρόσβαση σε χρηματοδότηση και επενδύσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους όρους που τη συνοδεύουν. Οι δυσμενείς συνθήκες για τις επιχειρήσεις διαβρώνουν την ανταγωνιστικότητά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διαμόρφωση του κόστους εργασίας, που πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων της χώρας.
Η ιστορία μας διδάσκει ότι οι χώρες που εξελίσσονται και βελτιώνουν τις συνθήκες ζωής των πολιτών τους με αποτελεσματικό τρόπο είναι αυτές που υιοθετούν ενεργητικές πολιτικές και όχι αυτές που αντιδρούν σε προβλήματα κατόπιν εορτής.
Επαναλαμβάνουμε λοιπόν την προτροπή μας για άμεσες και θαρραλέες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και καλούμε την Κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δώσουν μεγάλη έμφαση σε αυτά τα θέματα. Ιδιαίτερα τώρα που έχουμε ως χώρα μεγαλύτερη ευχέρεια χειρισμών στη διαμόρφωση πολιτικών και επιβάλλεται να μην επαναλάβουμε λάθη του παρελθόντος. Ας εκμεταλλευτούμε τα περιθώρια βελτίωσης που αναφέρει η Έκθεση της Ενισχυμένης Εποπτείας της ΕΕ. Ας έχουμε κατά νου ότι από την κρίση δεν θα βγούμε από την ίδια πόρτα που μπήκαμε σε αυτή. Αλλιώς, πάλι θα βρεθούμε απροετοίμαστοι ενώπιον προβλέψιμων (απ’ όλους) εξελίξεων.