Άρθρο του Chief Economist του ΣΕΒ, κ. Μιχάλη Μασουράκη, στο Βήμα της Κυριακής, 21/5/2017
Ανεξαρτήτως της έκβασης των διαπραγματεύσεων για το χρέος, η ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης ανοίγει το δρόμο για την ανάκαμψη της οικονομίας, την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και την πρόσβαση του δημοσίου, των τραπεζών και των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Εάν θα μπορούσε να δοθεί, μεγαλύτερη ορατότητα όσον αφορά στη βιωσιμότητα του χρέους, αυτό θα ήταν ένα πρόσθετο bonus για τις αγορές. Κατά τα άλλα, οι χειρισμοί που θα γίνουν από εδώ και εμπρός, πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί.
- Το πρωτογενές πλεόνασμα που δημιουργήθηκε το 2016 πέραν του στόχου, και το αντίστοιχο μέγεθος το 2017 και ίσως και το 2018, είναι η προίκα μας για να βγούμε στις αγορές. Σκέψεις για παροχές πρέπει, εάν υπάρχουν, να εγκαταλειφθούν. Μια κυρίαρχη κυβέρνηση που βγαίνει στις αγορές πρέπει να είναι σε θέση να ανακοινώσει ότι τα ρευστά της διαθέσιμα μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις όποιες ανάγκες της για κάποιο διάστημα. Συνεπώς, τα πλεονάσματα, όσο υπάρχει φτηνή χρηματοδότηση από τους εταίρους, πρέπει να διαφυλαχθούν ως κόρη οφθαλμού. Είναι το εισιτήριο μας για τις αγορές.
- Τα μέτρα που μόλις ψηφίσθηκαν από το ελληνικό κοινοβούλιο για το 2019 και το 2020 διασφαλίζουν ότι η δημοσιονομική πειθαρχία δεν τελειώνει με το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Μια τέτοια εξέλιξη είναι ο καλύτερος τρόπος για να ενθαρρυνθούν οι επενδυτές να εμπιστευθούν για άλλη μια φορά τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που θα εκδοθούν όταν επανέλθουμε στις αγορές. Οιαδήποτε διατάραξη της δημοσιονομικής πειθαρχίας θα επιφέρει μόνιμη βλάβη στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, και ως εκ τούτου θα πρέπει να αποφευχθεί.
- Έχει έρθει πλέον η ώρα η κυβέρνηση να φέρει και άλλες επενδύσεις στη χώρα. Δύο κατευθύνσεις: Πρώτον, το φιλικότερο προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο της επιτυχίας, και η διάσταση αυτή δεν πρέπει να αγνοηθεί ή να παραμεληθεί, εάν θέλουμε πραγματική ανάπτυξη στη χώρα. Δεύτερον, πρέπει η κυβέρνηση να έχει έτοιμο ένα πρόγραμμα μεγάλων έργων υποδομών σημαντικής εμπορικής αξίας, και να βγει στην αγορά να το στηρίξει, προσκαλώντας επενδυτές να βάλουν τα λεφτά τους σε επενδυτικές συμπράξεις, ενδεχομένως και με το κράτος, εκεί που κάτι τέτοιο επιβάλλεται.
- Βρισκόμαστε σήμερα περίπου στο αντίστοιχο σημείο που βρισκόμασταν την άνοιξη του 2014. Η κυβέρνηση πρέπει να επιδείξει σύνεση. Δεν πρέπει να βιαστεί να ανακοινώσει ότι τα Μνημόνια σκίστηκαν και ότι μια καινούρια μέρα ξημερώνει. Ο δανεισμός οδήγησε στο παρελθόν τη χώρα στην καταστροφή και θα το ξανακάνει εάν παραμελήσουμε τα βασικά θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας. Σήμερα οι επιχειρηματικές προσδοκίες είναι ανοδικές, ενώ η καταναλωτική εμπιστοσύνη είναι μουδιασμένη. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή, ώστε να κλείσει αυτό το χάσμα στις προσδοκίες. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη θα ενισχυθεί, εάν ο κόσμος βλέπει ότι δημιουργούνται δουλειές στην ιδιωτική οικονομία. Η κυβέρνηση έχει την ευθύνη να διαμορφώσει το κατάλληλο επιχειρηματικό κλίμα στην αγορά. Η μείωση της υπερφορολόγησης, και κάποια ώθηση των επενδύσεων, με φορολογικά ή άλλα κίνητρα, είναι απαραίτητα. Τα μέτρα μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης, που έχουν μετατεθεί για το 2020, και θα εφαρμοσθούν εάν και εφόσον, θα πρέπει αντίθετα να υιοθετηθούν άμεσα, σε συνδυασμό με μέτρα μετρήσιμης πάταξης της φοροδιαφυγής εδώ και τώρα.
- Οι ελληνικές επιχειρήσεις στενάζουν από χρηματοδοτική ασφυξία. Οι τράπεζες πρέπει να χρησιμοποιήσουν το νέο θεσμικό πλαίσιο για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και την πτωχευτική διαδικασία, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά, για να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και έτσι να έχουν μεγαλύτερα περιθώρια να χρηματοδοτήσουν υγιείς επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, θα μπορούσαν από σήμερα, προεξοφλώντας την ανάκαμψη, όπως αποτυπώνεται στη δυναμική πορεία του χρηματιστηρίου και της αγοράς ομολόγων, να προχωρήσουν σε μειώσεις των επιτοκίων χορηγήσεων. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν ενάρετο κύκλο που θα οδηγήσει στην ανάκαμψη μια ώρα αρχύτερα.
Η ευκαιρία είναι μπροστά μας να αξιοποιήσουμε όσα κατακτήθηκαν μέχρι σήμερα. Η χώρα φαίνεται να εισέρχεται σε μια νέα φάση εξωστρέφειας και κατανόησης των σημαντικών για την ανάπτυξη παραμέτρων. Η τάση αυτή πρέπει να συνεχισθεί. Οι σύγχρονες κυβερνήσεις δεν έχουν ενδοιασμούς να προωθούν τα οικονομικά συμφέροντα των εγχώριων επιχειρήσεων, διότι αναγνωρίζουν τη συμβολή τους στην ευημερία της χώρας. Συνεπώς, οι επιχειρηματικές αποστολές σε τρίτες χώρες θα πρέπει να ενθαρρυνθούν και να ενισχυθεί η οργάνωση επενδυτικών ημερίδων στην Ελλάδα, όπου κυβέρνηση και επιχειρήσεις, παρουσιάζουν τις επενδυτικές ευκαιρίες στη χώρα μας, προς αναζήτηση επενδυτών και χρηματοδότησης.
Τέλος, έχει μεγάλη σημασία για την ανάπτυξη να δημιουργηθεί ένα νέο modus vivendi μεταξύ κυβέρνησης και επιχειρήσεων. Στις οικονομίες της αγοράς δεν νοείται κεντρικός σχεδιασμός, πέραν των δράσεων του κράτους. Είναι, επομένως, εκ των ουκ άνευ η κυβέρνηση να διαμορφώνει την πολιτική της λαμβάνοντας υπόψιν τις απόψεις των επιχειρήσεων, κυρίως όσον αφορά στις επιλογές της χώρας απέναντι στις μεγάλες οικονομικές και τεχνολογικές προκλήσεις, και ιδίως εκείνες που αφορούν στην μετάβαση στην κοινωνία της γνώσης και την ψηφιακή οικονομία. Μόνο έτσι, οι επιχειρήσεις θα μπορέσουν να ενσωματώσουν στα επενδυτικά τους σχέδια τις προτεραιότητες της κυβέρνησης, και, έτσι, να συμβάλουν στην πραγματοποίηση τους, και, κατ’ επέκταση στην ανάπτυξη της οικονομίας. Οι επιχειρήσεις είναι εκείνες που δίνουν δουλειές και πληρώνουν μισθούς στους εργαζόμενους, και καταβάλλουν φόρους στο κράτος. Αξίζουν, συνεπώς, της στήριξης όλων μας. Και μιας νέας ευνοϊκής αντιμετώπισης από το κράτος.