Άρθρο του επικεφαλής οικονομολόγου του ΣΕΒ κ. Μιχάλη Μασουράκη στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, 13/3/2017
Μετά από μία δεκαετία ύφεσης, με χαμένη εν πολλοίς την αξιοπιστία μας, ίσως έχει σημάνει η ώρα να τα δούμε όλα αλλιώς. Η δημοσιονομική προσαρμογή, καλώς ή κακώς, έχει συνδεθεί στο μυαλό όσων επενδυτών παρακολουθούν την χώρα μας ακόμη, με τη διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, ως ένδειξη παγίωσης της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Σε τελική ανάλυση, βεβαίως, αυτό που θα καθορίσει το βέλτιστο επίπεδο πρωτογενών πλεονασμάτων στο μέλλον θα είναι η αγορά, μέσα από τα επιτόκια για τα ελληνικά ομόλογα, όταν αποκτήσουμε ξανά πρόσβαση στις αγορές. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να πείσουμε ως χώρα ότι ακολουθούμε σήμερα πολιτικές που οδηγούν σε υψηλότερα, αλλά και βιώσιμα, πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή πλεονάσματα που στηρίζονται σε μεταρρυθμίσεις και μέτρα μόνιμου χαρακτήρα. Και ότι δεν υπάρχουν εάν, και εφόσον, και αλλά. Το μόνο που απαιτείται είναι να ανακοινώσουμε ένα συνεκτικό μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και να το περιβάλλουμε με μεταρρυθμίσεις και μέτρα που οδηγούν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Και, βεβαίως, να πιστεύουμε ότι η εφαρμογή του είναι προς το συμφέρον της εθνικής οικονομίας και όχι κάτι που πρέπει να γίνει με το στανιό.
Προσωπικά πιστεύω ότι ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ως ανωτέρω, θα γινόταν πιστευτό, δεδομένης της αναξιοπιστίας μας, εάν συνοδευόταν με άμεση άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και άμεση πρόσβαση στις αγορές, ακόμη και με υψηλά επιτόκια στην αρχή. Μία τέτοια συνδυασμένη ανακοίνωση θα δημιουργούσε ένα σοκ αξιοπιστίας που θα έπειθε τους πάντες ότι οι Έλληνες αυτή τη φορά έχουν σοβαρές προθέσεις και θέλουν να τελειώνουν με τα Μνημόνια, μια κι΄ έξω. Και ότι δεν κρύβονται από τις αγορές και πίσω από την ασφάλεια που προσφέρουν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων. Διότι, όντως, όσο δεν βγαίνουμε στις αγορές και υπάρχει χρηματοδοτική βοήθεια από τα Μνημόνια, και όσο υπάρχουν περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, έχουμε την πολυτέλεια να καθυστερούμε, να διαπραγματευόμαστε και όλα να γίνονται με ρυθμούς a la Greka, διότι η αβεβαιότητα δεν αποτυπώνεται σε φυγή καταθέσεων στο εξωτερικό ή εν γένει εκτός τραπεζικού συστήματος, και ουδέποτε λαμβάνει κατακλυσμιαίες διαστάσεις όσο υπάρχει το δίχτυ προστασίας των δανειστών.
Κανείς, πέρα από τον ιδιώτη που ρισκάρει τα χρήματά του για κέρδος, δεν μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Η κυβέρνηση, όμως, θα μπορούσε να βοηθήσει εάν προετοίμαζε νομικά, χωροταξικά, περιβαλλοντολογικά, αδειοδοτικά, κλπ. 5-10 μεγάλα έργα, με εμπορική αξία, προς αναζήτηση ιδιωτών επενδυτών και χρηματοδότηση σε διεθνές επίπεδο. Χιλιάδες είναι οι επενδυτικές ανάγκες της χώρας. Λιμάνια, μαρίνες, αεροδρόμια, υδατοδρόμια, σιδηρόδρομοι, διασύνδεση ηλεκτρικών δικτύων, δίκτυα οπτικών ινών, πάρκα εφοδιαστικής αλυσίδας, ψηφιακές υπηρεσίες παντού, τεχνοπόλεις για την εγκατάσταση εταιρειών υψηλής τεχνολογίας και ερευνητικών βραχιόνων μεγάλων εταιρειών ιατρικής τεχνολογίας και φαρμακευτικών εταιρειών, μεταφορά της ναυσιπλοΐας στο λιμάνι του Λαυρίου και επέκταση του εμπορικού λιμανιού του Πειραιά στα Μέγαρα, ανάπτυξη του Πειραιά ως διεθνούς ναυτιλιακού/χρηματοοικονομικού κέντρου διαμετακομιστικού εμπορίου, ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας κ.ο.κ., επενδύσεις σε ύδρευση – αποχέτευση – άρδευση – διαχείριση αποβλήτων – επεξεργασία λυμάτων, αξιοποίηση ορυκτού πλούτου και υδρογονανθράκων, ανάπλαση αστικών οικιστικών και εμπορικών περιοχών σε παρακμή, παραθεριστική κατοικία, υποδομές εναλλακτικού τουρισμού, οικιστικά χωριά για συνταξιούχους, αξιοποίηση του αρχαιολογικού πλούτου της χώρας (Μουσείο Δημοκρατίας, Εμπορίου, Μεταποίησης, Μουσικής κλπ.), αξιοποίηση παραλιακών περιοχών υψηλής εμπορικής αξίας, και, γιατί όχι, μεταφορά της πρωτεύουσας της χώρας εκτός Αττικής! Και όλα αυτά με ιδιωτικά κεφάλαια. Όχι με κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες!
Αυτή η χώρα είναι ευλογημένη και έχει τεράστιες αναπτυξιακές δυνατότητες. Είναι στο χέρι μας να προκαλέσουμε ένα επενδυτικό σοκ και να γίνουμε γη της επαγγελίας! Στη σημερινή Ελλάδα, δεν είναι δυνατόν οι εργαζόμενοι να αντιμετωπίζουν με δέος το φάσμα της μακροχρόνιας ανεργίας και της τζάμπα εργασίας. Οι συνταξιούχοι να ζουν μέσα στη στέρηση και την ανημπόρια. Και όλοι μαζί, στη σκοτεινή ταβέρνα του Βάρναλη να αναρωτιόμαστε «Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το βρε και δεν το πε ακόμα».