Άρθρο του Επικεφαλής Οικονομολόγου του ΣΕΒ, κ. Μιχάλη Μασουράκη για το «Capital + Vision», 5/11/2018
Με την εκπνοή του 3ου Μνημονίου τον Αύγουστο του 2018, η χώρα εισήλθε σε μια νέα φάση προσαρμογής. Οι κύριοι στόχοι που έχουν συμφωνηθεί για το μέλλον είναι η δημοσιονομική πειθαρχία, με τη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5 π.μ. του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2 π.μ. του ΑΕΠ κατά μέσο όρο από το 2023 και μέχρι το 2060, και η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ασκούν ευεργετικές αναπτυξιακές επιδράσεις στην οικονομία. Οι πολιτικές αυτές είναι αναγκαίες ώστε να υπάρξει κανονικότητα και επενδύσεις. Έχουν, επίσης, συμφωνηθεί μέτρα ελάφρυνσης του χρέους ώστε η εξυπηρέτησή του να είναι διαχειρίσιμη και, υπό όρους, να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ένα τέτοιο μείγμα πολιτικής είναι απαραίτητο, καθώς θα επιχειρείται η σταδιακή αντικατάσταση του σχετικά χαμηλότοκου χρέους που διακρατούν οι επίσημοι δανειστές (κυρίως ESM και το ΔΝΤ) με ομόλογα σε επιτόκια αγοράς, κατά κανόνα αρκετά υψηλότερα, ώστε σε κάποιο μελλοντικό σημείο να έχουν εξοφληθεί τα δάνεια της χρηματοδοτικής βοήθειας που έλαβε η χώρα στη διάρκεια των Μνημονίων. Το εγχείρημα αυτό, για να είναι επιτυχημένο, απαιτεί η χώρα να δανείζεται σε βάθος χρόνου με όσο το δυνατόν χαμηλότερα επιτόκια, το ύψος των οποίων είναι συνάρτηση της αξιολόγησης των οίκων πιστοληπτικής ικανότητας, που με τη σειρά της αποτυπώνει τη δέσμευση και την εφαρμογή σταθεροποιητικών και αναπτυξιακών πολιτικών ως ανωτέρω.
Η εικόνα ανάκαμψης που συνθέτουν τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα στοιχεία, δεν παρουσιάζει τον απαιτούμενο δυναμισμό για την είσοδο της οικονομίας σε μία σταθερή τροχιά αύξησης των εισοδημάτων και της απασχόλησης, μετά από μια 10ετία σημαντικών απωλειών στο ΑΕΠ. Επιπλέον, η ανακοπή της βελτίωσης του οικονομικού κλίματος σε ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο, σε συνδυασμό με τις αναταράξεις στο παγκόσμιο εμπόριο λόγω των τάσεων προστατευτισμού που αναπτύσσονται, ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την ελληνική οικονομία το επόμενο διάστημα. Στη βάση αυτών των εξελίξεων, αναδεικνύεται για ακόμα μία φορά η ανάγκη διασφάλισης ενός σταθερού φιλοεπενδυτικού περιβάλλοντος, χωρίς οπισθοδρόμηση στις μεταρρυθμίσεις.
Εάν δεν τηρηθούν οι δεσμεύσεις, απειλείται η εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, που είναι και το εισιτήριο μας για τις αγορές στη σημερινή συγκυρία. Μια τέτοια εξέλιξη, όχι μόνο υποσκάπτει τη βιωσιμότητα του χρέους, και αυτή καθ’ εαυτή την έξοδο της χώρας στις αγορές, αλλά ανατρέπει και τις προοπτικές για να μπορέσει να ορθοποδήσει η χώρα. Θα ήταν καταστροφικό εάν τα Μνημόνια, που απαίτησαν τεράστιες θυσίες από τους Έλληνες πολίτες και τις επιχειρήσεις, αποδειχθούν, τελικά, πρόσκαιρης αποτελεσματικότητας, και δεν διασφαλίσουν σε μόνιμη βάση την ισχυρή ανάπτυξη, αλλά, αντιθέτως, οδηγήσουν στην εκδήλωση μιας νέας κρίσης.