Άρθρο του Προέδρου του ΣΕΒ κ. Θ. Φέσσα: “Θέλουμε επενδύσεις και μεγαλύτερες επιχειρήσεις”
Στην Ελλάδα έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται ορισμένες σημαντικές τάσεις μετασχηματισμού του λειτουργικού προτύπου της οικονομίας. Η χώρα έχει δεσμευτεί σε πλεονασματική δημοσιονομική διαχείριση (3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022 και 2% του ΑΕΠ από εκεί και πέρα… επ’ αόριστον). Αυτό σημαίνει συνεχή συμπίεση δαπανών και αύξηση φορολογικών εσόδων κατά τα επόμενα χρόνια μέχρι να σταθεροποιηθεί το δημοσιονομικό ισοζύγιο στα ανωτέρω επίπεδα. Η χώρα έχει επίσης δεσμευτεί στην απελευθέρωση του ανταγωνισμού και των αγορών, συμπεριλαμβανομένων των εργασιακών σχέσεων και της άρσης της προστασίας των κλειστών επαγγελμάτων, καθώς και σε μια συνεχή διαδικασία εξορθολογισμού της δημόσιας διοίκησης και αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κράτους, συμπεριλαμβανομένων των υπό δημόσιο έλεγχο επιχειρήσεων. Επιπλέον, οι τεχνολογικές εξελίξεις αλλάζουν άρδην τον κόσμο της παραγωγής (τεχνητή νοημοσύνη, ρομποτική, ψηφιοποίηση, διεθνείς αλυσίδες αξίας) και, κατά συνέπεια, της απασχόλησης (εξατομίκευση της μισθωτής εργασίας, sharing economy, κ.λπ.). Τέλος, η χώρα αντιμετωπίζει σημαντικό δημογραφικό πρόβλημα, με τη γήρανση του πληθυσμού να εντείνει τις, ήδη, υψηλές κοινωνικές δαπάνες συντάξεων, υγείας, μακροχρόνιας περίθαλψης κ.λπ. και να διογκώνει τις δημοσιονομικές πιέσεις.
Όλες αυτές οι τάσεις, αποτελούν σοβαρές προκλήσεις για την οικονομική δραστηριότητα, το διαθέσιμο εισόδημα και την απασχόληση. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να βρεθεί μια αντισταθμιστική διέξοδος, μέσω της έντασης της αναπτυξιακής προσπάθειας. Μια ταχύρρυθμη ανάπτυξη με διάρκεια και προοπτική, απαιτεί τεράστια επενδυτική κινητοποίηση σε νέες τεχνολογίες και υποδομές και μεγάλες αλλαγές στο θεσμικό επίπεδο. Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο θα όφειλε να κινείται η οικονομική πολιτική και αυτά είναι τα θέματα που θα έπρεπε να επικεντρώνεται ο δημόσιος διάλογος.
Τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν σήμερα την επιχειρηματικότητα συνοψίζονται στα εξής:
Α) Η υπερφορολόγηση που οξύνει την παραοικονομία, το λαθρεμπόριο, τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή, αποθαρρύνοντας τις επενδύσεις και την απασχόληση. Οι μεγαλύτερες και πιο οργανωμένες επιχειρήσεις διστάζουν να προσλάβουν εργαζομένους και δυσκολεύονται να ανταμείβουν σωστά το στελεχιακό τους δυναμικό λόγω υψηλού μη μισθολογικού κόστους. Οι μικρότερες επιχειρήσεις καταφεύγουν στην παραοικονομία και την αδήλωτη εργασία για να επιβιώσουν. Το φαινόμενο επηρεάζει και τους αυτοαπασχολούμενους, ιδίως μετά την κατακόρυφη αύξηση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, που οδηγεί πολλούς στην παραοικονομία. Η μετακύλιση της οικονομικής δραστηριότητας στην παραοικονομία δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό, μειώνοντας τα μερίδια αγοράς των νομοταγών επιχειρήσεων και, έτσι, τις εμποδίζει να μεγαλώσουν. Το θέμα της υπερφορολόγησης λύνεται μόνο με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, που για να μην θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσιονομική πειθαρχία, πρέπει να συνοδεύεται από μείωση των λειτουργικών δαπανών του κράτους, σε συνδυασμό με μέτρα αποτελεσματικής πάταξης της φοροδιαφυγής, κυρίως μέσω επέκτασης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της ηλεκτρονικής τιμολόγησης.
Β) Η δημόσια διοίκηση, αν και διογκωμένη, λειτουργεί με χαμηλή παραγωγικότητα, όντας σε αδυναμία να διευκολύνει τις επιχειρήσεις στην οικονομική τους δραστηριότητα και τους επενδυτές να φέρουν κεφάλαια στην Ελλάδα. Τα αναχρονιστικά και χρονοβόρα συστήματα αδειοδότησης επιχειρήσεων και χωροταξικής, περιβαλλοντικής, δασικής, αρχαιολογικής, κ.ο.κ. συμμόρφωσης των νέων επενδύσεων στη νομοθεσία αποτελούν τροχοπέδη στην προσέλκυση επενδύσεων. Επιπλέον, η αδυναμία ταχείας απονομής της δικαιοσύνης, και η αδιαφάνεια που χαρακτηρίζει πολλές φορές τις συναλλαγές με το δημόσιο, δρουν ως εμπόδια εισροής κεφαλαίων στη χώρα.
Γ) Η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου προς βιομηχανικές δραστηριότητες που παράγουν διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και προς εξωστρεφείς δραστηριότητες παροχής καινοτόμων υπηρεσιών μέσω του Διαδικτύου, ψηφιακών κόμβων, κ.ο.κ. Οι ελληνικές επιχειρήσεις για να ανταποκριθούν σε αυτή την πρόκληση και να απευθυνθούν στην παγκόσμια αγορά, θα πρέπει να αποκτήσουν μεγαλύτερο μέγεθος και υψηλότερο τεχνολογικό επίπεδο. Χρειάζονται, λοιπόν, ιδιωτικές επενδύσεις σε νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες και σε υποδομές, ικανές να μετασχηματίσουν σταδιακά την οικονομία. Οι επενδύσεις αυτές, απαιτούν ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον, που δημιουργείται κυρίως από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την άρση των εμποδίων και την τόνωση της κερδοφορίας των επενδύσεων, ιδιαίτερα όσον αφορά την αποκατάσταση του πλήρους ανταγωνισμού στην οικονομία και την απελευθέρωση των αγορών, συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης ευελιξίας στην αγορά εργασίας και του ανταγωνιστικού κόστους ενέργειας στη βιομηχανία. Η αποβιομηχάνιση και η ανεργία είναι αποτέλεσμα στρεβλώσεων και δυσκαμψιών στην παραγωγική διαδικασία, κυρίως όταν το περιβάλλον αλλάζει και οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να προσαρμόζονται γρήγορα στα καινούρια δεδομένα.
Αυτά κι άλλα σοβαρά θέματα θα μπορούσαν να συζητούνται σε ένα Συνέδριο για το Μέλλον της Ελλάδας στην Θεσσαλονίκη, όπου τα πολιτικά κόμματα και οι κοινωνικοί εταίροι θα προσέρχονται και θα συζητούν τα μεγάλα ζητήματα, που διαμορφώνονται από τις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές τάσεις, και τις τεχνολογικές και δημογραφικές εξελίξεις. Έτσι, θα αποσυνδεθεί η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης από το γαϊτανάκι των μονολόγων των πολιτικών και η ζωή της πόλης θα απαλλαγεί από διαδηλώσεις, ταραχές και καταστροφές περιουσίας, όπως γίνεται συνήθως.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στo BHMA ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ στις 10/9/2017.