“Μπορείς να φέρεις το άλογο στο ποτάμι, αλλά δεν μπορείς να το κάνεις να πιει νερό!” Άρθρο του Chief Economist του ΣΕΒ, κ. Μιχάλη Μασουράκη για την εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», 1/4/2018
Από τα στοιχεία για το ΑΕΠ του 2017, η έκπληξη δεν ήταν τόσο στο ρυθμό ανάπτυξης (+1,4%), που λίγο-πολύ κινήθηκε στα προβλεπόμενα. Η έκπληξη ήταν στη σύνθεσή του. Στο συνολικό αποτέλεσμα, οι επενδύσεις συνέβαλαν με 1,8 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.), ενώ η κατανάλωση και οι καθαρές εξαγωγές (εξαγωγές μείον εισαγωγές) είχαν αρνητική συμβολή (-0,1 και -0,3 π.μ. αντιστοίχως).
Τρία συμπεράσματα προκύπτουν:
Πρώτον, οι επενδύσεις έχουν σηκώσει κεφάλι. Ακόμη και αν γίνουν προσαρμογές για το γεγονός ότι ένα μεγάλο κομμάτι των επενδύσεων αφορά σε εισαγωγές πλοίων, ακόμη υπάρχει σημαντική αύξηση επενδύσεων, η οποία ειδικά το τελευταίο τρίμηνο του 2017, καλύπτει όλες τις κατηγορίες επενδυτικών αγαθών. Δηλαδή, φαίνεται να υπάρχει μια επενδυτική άνθηση, από χαμηλή βάση, μετά από χρόνια μαρασμού, και μάλιστα, αφορά, κυρίως, σε ιδιωτικές επενδύσεις.
Δεύτερον, η στασιμότητα της κατανάλωσης πρέπει να οφείλεται στη στασιμότητα του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, που περιλαμβάνει μισθούς, εισοδήματα αυτοαπασχολούμενων, συντάξεις, κοινωνικά επιδόματα, ενοίκια, τόκους, μερίσματα, κλπ., καθώς και αφαιρετικά, φόρους, κοινωνικές εισφορές κλπ. Σημειώνεται, πάντως, ότι τα εισοδήματα μισθωτής εργασίας παρουσιάζουν αύξηση, που προέρχεται από αύξηση του μέσου μηνιαίου μισθού κατά +0,2% και αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων κατά +2,2%. Το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών δεν είναι ακόμη διαθέσιμο, και, όταν βγει, θα πιστοποιεί την επίπτωση της υπερφορολόγησης της εργασίας, καθώς και τις περικοπές συντάξεων, παροχών, κλπ. λόγω εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής. Το θετικό, πάντως, παραμένει ότι η παραγωγή έχει αρχίσει να ανακάμπτει. Υπάρχει, όμως, και ένας άλλος παράγοντας που επιδρά στα εισοδήματα και την κατανάλωση. Και αυτός είναι η περιορισμένη εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας. Και αυτό μας φέρνει στο επόμενο συμπέρασμα.
Τρίτον, λοιπόν, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, το 2017 η συμβολή των καθαρών εξαγωγών ήταν αρνητική. Συγκεκριμένα, η συμβολή των εξαγωγών (της εξωτερικής ζήτησης δηλαδή) στην αύξηση του ΑΕΠ, ήταν 2,1 π.μ., που οδήγησε σε αύξηση της παραγωγής της βιομηχανίας και του τουρισμού. Η συμβολή αυτή, όμως, υπεραντισταθμίστηκε από την αρνητική συμβολή των εισαγωγών, που ανήλθε σε -2,4 π.μ. Αυτό συμβαίνει διότι πολλά από τα είδη που καταναλώνουμε, ή στα οποία επενδύουμε ή εξάγουμε, παράγονται με εισαγόμενα προϊόντα.
Συνεπώς, η δαπάνη για εισαγωγές αφαιρείται από τη συνολική δαπάνη (το ΑΕΠ δηλαδή), καθώς δεν αφορά σε προστιθέμενη αξία που παράγεται στην Ελλάδα και, έτσι, δεν δημιουργεί εγχώρια εισοδήματα, αλλά εισοδήματα για ξένους. Για να αυξηθεί, λοιπόν, η εγχώρια κατανάλωση, πρέπει να αυξηθούν τα εγχώρια εισοδήματα, και ένας τρόπος για να γίνει αυτό είναι να παράγουμε περισσότερα προϊόντα με όσο το δυνατόν περισσότερους εγχώριους πόρους, να έχουμε δηλαδή ένα πρότυπο κατανάλωσης και επενδύσεων που να βασίζεται σε όσο το δυνατόν περισσότερα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα (να γίνει δηλαδή υποκατάσταση εισαγωγών) και, ταυτόχρονα να κερδίζουμε και εισοδήματα από το εξωτερικό, εξάγοντας προϊόντα με όσο το δυνατόν εγχώριο περιερχόμενο σε εισροές παραγωγικών συντελεστών.
Συμπερασματικά, κάτι έχει αρχίσει να κινείται στην οικονομία, αποκλειστικά με δικές μας δυνάμεις, χωρίς δημοσιονομικά ελλείμματα και δανεισμό από το εξωτερικό. Η πορεία αυτή πρέπει να συνεχισθεί και να ενταθεί. Δανεικά, πλέον, δεν υπάρχουν, και τα παραγόμενα εισοδήματα είναι αποτέλεσμα της δουλειάς μας. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Σκέψεις να αυξηθεί με νομοθετική ρύθμιση ο κατώτατος μισθός για να πάρει εμπρός η ζήτηση και η οικονομία, θα έχουν ως αποτέλεσμα την τόνωση των εισαγωγών -δηλαδή το εισόδημα των ξένων- και την εξασθένιση των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων. Ο πλούτος δεν δημιουργείται με νόμους. Κερδίζεται με σκληρή εργασία και αποταμίευση.