Διπλώματα ευρεσιτεχνίας και οι προϋποθέσεις παραγωγής υπεραξίας
Άρθρο κ. Κώστα Τρούλου, Senior Advisor του τομέα Καινοτομίας ΣΕΒ, στον Οικονομικό Ταχυδρόμο
Σύμφωνα με έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου για τη Διεθνή Πολιτική Οικονομία (ECIPE), η εμπορική δραστηριότητα που προστατεύεται από διπλώματα ευρεσιτεχνίας (πατέντες) αντιπροσωπεύει το 16,1% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Στον αντίποδα η επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα που βασίζεται σε πατέντες υπολογίζεται σε μόλις 17 δις ευρώ (κάτω του 10% του ΑΕΠ).
Καθώς όμως οι συνθήκες αλλάζουν, η εξωστρέφεια και η επέκταση σε ξένες αγορές εξελίσσονται σε σημείο αναφοράς για την ελληνική επιχειρηματική πρακτική, το εγχώριο οικοσύστημα καινοτομίας αποτιμάται σε 7 δισεκατομύρια ευρώ ενώ στο μητρώο του Elevate Greece είναι ήδη εγγεγραμμένες πάνω από 550 νεοφυείς εταιρείες (startups). Σε αυτό το πλαίσιο, η απόκτηση και εκμετάλλευση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Η πατέντα προσφέρει διεθνή ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα με μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη αλλά και προστασία από το επιχειρηματικό ρίσκο. Ακόμα και στη περίπτωση χρεωκοπίας τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας αντιμετωπίζονται από τις εταιρείες εκκαθάρισης ως ιδιοκτησιακά αποκτήματα (assets).
Η απόκτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας είναι μία πολύπλοκη διαδικασία καθώς απαιτεί συνδυασμό του νόμου και της τεχνολογίας. Γι αυτό και πάγια θέση του ΣΕΒ για τη βελτίωση του καινοτομικού δυναμικού της χώρας είναι η ουσιαστική λειτουργία της Ακαδημίας Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας που θα εκπαιδεύει πιστοποιημένους συμβούλους ευρεσιτεχνίας (patent attorneys) για να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο ποιότητας ευρεσιτεχνιών και καλύτερη διαχείριση της διαδικασίας των αιτήσεων στα αρμόδια γραφεία.
Υπάρχουν όμως δύο εξίσου σημαντικές διαστάσεις για την επιτυχία:
Η πρώτη αφορά στη διασύνδεση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας με την επιχειρηματική στρατηγική. Η επιχείρηση οφείλει να γνωρίζει γιατί θέλει να αποκτήσει ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, που σημαίνει ότι μπορεί να προσδιορίσει την αξία που προσδίδει στο επιχειρηματικό της μοντέλο και αντιλαμβάνεται με ποιον τρόπο μπορεί να κεφαλαιοποιήσει το τίτλο: η εταιρία προτίθεται να κατασκευάσει προϊόντα ή να κάνει licensing της τεχνολογίας σε τρίτους, απευθύνεται σε μία γεωγραφική αγορά (όπως η Ελλάδα) ή σε περισσότερες, η τεχνολογία της είναι εύκολα αντιγράψιμη ή όχι, πόσο εύκολο είναι να εντοπιστούν περιπτώσεις καταπάτησης του δικαιώματος, κ.ο.κ.
Η δεύτερη σημανιτκή παράμετρος σχετίζεται με τη διαμόρφωση εταιρικής κουλτούρας για την ανάπτυξη καινοτομίας. Υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις που πρέπει να εξασφαλίζονται ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν να καινοτομούν μακροπρόθεσμα. Θα πρέπει η εταιρεία να διαθέσει προϋπολογισμό και εξοπλισμό για εσωτερικό τμήμα έρευνας και ανάπτυξης από το οποίο θα προκύπτουν νέα προϊόντα και τεχνολογίες. Επίσης, θα πρέπει να εκπαιδεύει τους υπαλλήλους ώστε να εκτιμούν τη καινοτομία ως ένα κυρίαρχο στοιχείο που αυξάνει την προσφορά αξίας (value proposition) της εταιρείας στην αγορά. Θα πρέπει να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην αγορά και στον τεχνολογικό χώρο που δραστηριοποιείται για τον εντοπισμό καινοτόμων ιδεών. Θα πρέπει να προσφέρει κίνητρα που καλλιεργούν την ιδέα της καινοτομίας στην εταιρία, όπως μισθολογικά πριμ, ευκαιρίες για επαγγελματική εξέλιξη, διαμοιρασμό εσόδων στους εφευρέτες, και σε ειδικές περιπτώσεις, ακόμα και την ίδρυση νέων spin-out εταιρειών στελεχωμένες με προσωπικό της εταιρείας.
Ο ΣΕΒ ανταποκρινόμενος στις εξελίξεις και προκειμένου να υποστηρίξει την ανάπτυξη του ελληνικού οικοσυστήματος καινοτομίας έχει σχεδιάσει και υλοποιεί ένα πολύπλευρο πλέγμα δράσεων και πρωτοβουλιών που βοηθά τις επιχειρήσεις να αναπτύξουν πρωτοπόρα εργαλεία και καινοτόμες τεχνολογίες που απευθύνονται στην παγκόσμια αγορά. Σε συνεργασία με τους σημαντικότερους φορείς του Ελληνικού οικοσυστήματος καινοτομίας προσφέρει workshops και τεχνικά σεμινάρια σε καινοτόμες εταιρείες, startups, scaleups και spin-offs πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων για την ανάπτυξη της καινοτομίας και της διανοητικής ιδιοκτησίας.