Εκπαίδευση, εργασία και τηλεκπαίδευση: Το μέλλον είναι τώρα – Άρθρο του Χρήστου Α. Ιωάννου, Διευθυντή Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ, στην Εφημερίδα των Συντακτών, 11/4/2020
Πριν την παγκόσμια κρίση δημοσίας υγείας του κορονοϊού και την οικονομική κρίση που αυτή προκαλεί, ο κόσμος της εργασίας αντιμετώπιζε ήδη μείζονες προκλήσεις που δημιουργούν οι 5 μεγάλες παγκόσμιες τάσεις αλλαγών στην κοινωνία, την οικονομία και την εργασία, και είναι:
Η επιταχυνόμενη τεχνολογική καινοτομία και η ψηφιακή επανάσταση. Οι δημογραφικές και οι διαγενεακές μετατοπίσεις – γήρανση πληθυσμών. Η κλιματική αλλαγή και τα ζητήματα της βιωσιμότητας. Οι ελλείψεις παγκοσμίως ανθρωπίνου δυναμικού με σύγχρονες γνώσεις – δεξιότητες. παρά τα εκατομμύρια ανέργων και υποαπασχολουμένων. Η διεθνής οικονομική ενσωμάτωση – παγκοσμιοποίηση.
Η τρέχουσα κρίση διαταράσσει, αναστέλλει ή αναστρέφει την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, αλλά οι άλλες μεγάλες τάσεις συνεχίζονται. Η δε ψηφιακοποίηση της οικονομίας και της εργασίας, ο ψηφιακός μετασχηματισμός μάλλον επιταχύνεται, όπως δείχνει η ραγδαία εξάπλωση εντός μερικών εβδομάδων της τηλεργασίας διεθνώς, λόγω κορονοϊού και «κοινωνικής αποστασιοποίησης».
Πριν την τρέχουσα κρίση γνωρίζαμε ότι, όπως συνέβη σε κάθε βιομηχανική επανάσταση, το εργατικό δυναμικό αντιμετωπίζει ραγδαίες αλλαγές: το περιεχόμενο της εργασίας είτε αλλάζει είτε θέσεις εργασίας καταργούνται και δημιουργούνται άλλες. Η διαφορά τώρα με την 4η είναι ότι αυτό γίνεται πολύ ταχύτερα. Και ότι οι υφιστάμενες δημόσιες πολιτικές (εκπαίδευσης και κατάρτισης), ακόμη και εκεί που ήταν αποτελεσματικές, δεν είναι πλέον επαρκείς.
Εν μέσω ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης και καινοτομίας χρειάζονται και καινοτόμες δημόσιες πολιτικές εκπαίδευσης και κατάρτισης. Αυτό ίσχυε και πριν την κρίση του κορονοϊού. Ισχύει ακόμη περισσότερο σε αυτήν, και μετά από αυτήν. Ισχύει και στην περίπτωση μας, για την Ελλάδα. Για την αντιμετώπιση της κρίσης, για την επανεκκίνηση και τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας – και της κοινωνίας.
Γνωρίζουμε ότι η σειριακή προσέγγιση στην εκπαίδευση του ανθρωπίνου δυναμικού – δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, πανεπιστήμιο, είσοδος στην αγορά εργασίας- δεν αρκεί πλέον για την ευημερία του εργατικού δυναμικού. Πλέον, από τους μισούς ήδη εργαζόμενους θα χρειασθούν αναβάθμιση των γνώσεων, εργασιακών ικανοτήτων, δεξιοτήτων, προσόντων τα επόμενα 5 χρόνια.
Ναι μεν οι νέοι πρέπει να απολαμβάνουν εκπαίδευση ποιότητας, αποκτώντας παιδεία και εφόδια δημιουργίας, αλλά, πλέον, το 70% της μάθησης του εργατικού δυναμικού προέρχεται από την κατάρτιση κατά την εργασία. Και η Ελλάδα πρέπει να επιλέξει, αν θέλει και μπορεί, να βαδίσει τον δρόμο της επανεκκίνησης και του παραγωγικού μετασχηματισμού, αναβαθμίζοντας και αξιοποιώντας το ανθρώπινο δυναμικό της.
Γνωρίζουμε ότι στην ΕΕ ο μετριοπαθής στόχος για 15% ποσοστό συμμετοχής των ενηλίκων στην εκπαίδευση/κατάρτιση μέχρι το 2020 δεν θα επιτευχθεί, θα μείνει στο 11-12%. Η Ελλάδα όχι μόνον δεν είναι στα εννέα κράτη-μέλη που τον επέτυχαν. Διατηρείται στις πρώτες θέσεις από το τέλος – παρά τους πανταχόθεν ύμνους στον «κόσμο της εργασίας» τα τελευταία χρόνια.
Γνωρίζουμε ότι οι παράγοντες χαμηλής συμμετοχής των ενηλίκων στην εκπαίδευση/κατάρτιση είναι πολλαπλοί: η έλλειψη ενδιαφέροντος και κινήτρου (40% όσων δεν συμμετέχουν στη μάθηση λένε ότι δεν θέλουν) αλλά και βασικά εμπόδια έλλειψης χρόνου, λόγω επαγγελματικών ή προσωπικών (π.χ. ανάγκη φροντίδας των μελών της οικογένειας) ευθυνών και υψηλού κόστους της εκπαίδευσης, για αυτούς που ήθελαν να συμμετάσχουν αλλά δεν το κατόρθωσαν. Αυτά ισχύουν και για την Ελλάδα – παρά την ύπαρξη χρηματοδοτήσεων και εισφορών για αυτό τον σκοπό.
Στην ουσία έχουμε μια συστηματική αποτυχία της πολιτικής για την εκπαίδευση/κατάρτιση και της πολιτικής για την απασχόληση. Πρέπει να τις ξαναδούμε εξ αρχής, ιδίως την πολιτική απασχόλησης που επί δεκαετία και πλέον δεν υφίσταται. Το θέμα δεν είναι αν πρέπει να είναι παθητική ή ενεργητική. Τώρα πρέπει να είναι και αυτά συν, επιπλέον, προληπτική. Ιδιαίτερα στο θέμα των δεξιοτήτων, των εργασιακών ικανοτήτων, της επανεκπαίδευσης/επανακατάρτισης και της αναβάθμισης.
Αν μέσα στην τρέχουσα κρίση η Ελλάδα είχε ένα στοιχειωδώς επαρκές σύστημα τηλεκπαίδευσης/κατάρτισης, ο χρόνος της υποχρεωτικής αργίας επιχειρήσεων και εργαζομένων θα μπορούσε να αξιοποιηθεί. Οι ψηφιακές πλατφόρμες που χρησιμοποιούνται για μαθησιακή διαδικασία έχουν θετική συμβολή που δεν αμφισβητείται: ευελιξία, λιγότερος και παραγωγικότερος χρόνος, πέρα από το παραδοσιακό μοντέλο της τάξης, που απωθεί -περισσότερο τους ενήλικες χαμηλής ειδίκευσης.
Γνωρίζουμε ότι η ψηφιακοποίηση της οικονομίας, ενώ σε αναπτυγμένες χώρες δημιουργεί νέες -πρόσθετες- θέσεις εργασίας, στις αναπτυσσόμενες το ισοζύγιο βγαίνει αρνητικό. Η Ελλάδα πρέπει να επιλέξει, αν θέλει και μπορεί, σε πια κατηγορία θα υπαχθεί.
Χρειάζονται βέβαια πολλά: μεταξύ άλλων, προληπτική πολιτική απασχόλησης και επανεκπαίδευσης, ψηφιακές δεξιότητες και πολιτική γι αυτές, πλαίσιο για τη ψηφιακοποίηση της οικονομίας και της εργασίας (τέλος Απριλίου 2020 οι ευρωπαίοι κοινωνικοί εταίροι κάνουμε σημαντικό βήμα για αυτό με την υπογραφή Κοινής Αυτόνομης Συμφωνίας) και ανοικτά μυαλά: «νους ορή και νους ακούει».