“Επενδυτικός ανταγωνισμός: Ο χρόνος που μας απειλεί, ο στόχος που μας προκαλεί”, Άρθρο του κ. Δημήτρη Βέργαδου Διευθυντή Επικοινωνίας ΣΕΒ στο Capital.gr
Σε τρεις μήνες από σήμερα η χώρα μας βγαίνει από τα μνημόνια και σηματοδοτείται η δυνατότητα επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας. Πλέον, μας δίνεται η ευκαιρία να ξανασυστηθούμε στη διεθνή κοινότητα, και να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο μέλλον με τις δικές μας δυνάμεις. Στο πλαίσιο αυτό, η μόνη συνταγή για την ανάπτυξη της οικονομίας και της κοινωνίας είναι μία: Μεταρρυθμίσεις για επενδύσεις, ευημερία και δουλειές. Ο κύκλος της αποεπένδυσης πρέπει να κλείσει. Να προσεγγίσουμε σε 4-5 χρόνια τους μέσους όρους της Ευρωζώνης. Δηλαδή να γίνονται νέες επενδύσεις περίπου στο 20% του ΑΕΠ, ή 45 δισ. ευρώ ετησίως, από τα 22,5 δισ. του 2017. Στόχος φιλόδοξος αλλά απόλυτα αναγκαίος, εάν επιθυμούμε να πετύχουμε σταθερή και βιώσιμη ανάκαμψη της οικονομίας, με τη δημιουργία τουλάχιστον 200.000 νέων θέσεων εργασίας και ανακοπή της πληγής του brain drain.
Στο πρόσφατο Συνέδριο του ΣΕΒ με θέμα: “Σχεδιάζουμε το μέλλον με επενδύσεις” παρουσιάστηκαν 74+1 προτάσεις σε 6 πεδία πολιτικής, που διευκολύνουν την προσέλκυση επενδύσεων. Η “λυδία λίθος” για την υλοποίησή τους είναι η θέσπιση ενός Εθνικού Επενδυτικού Συμβουλίου με αποκλειστική ευθύνη την ευθυγράμμιση της δημόσιας διοίκησης κάτω από τον εθνικό στόχο αύξησης κατά 15% ετησίως των επενδύσεων, ώστε να καλυφθεί σε μια 5ετία το χάσμα που μας χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο ΣΕΒ, πρόκειται να αναλάβει σχετική πρωτοβουλία στοχεύοντας στη συνεργασία με την Κυβέρνηση, τράπεζες, επενδυτικά ταμεία, φορείς και φυσικά με τα μέλη μας για τη δημιουργία και λειτουργία του Συμβουλίου αυτού.
Αξίζει στο σημείο αυτό να σταθώ στην επισήμανση του κορυφαίου στελέχους της Deloitte κ. Natan Aronshtam που βρέθηκε στην Αθήνα για τις ανάγκες του επενδυτικού συνεδρίου του ΣΕΒ. Περιγράφοντας από τη διεθνή του εμπειρία τι είναι εκείνο που μετρά περισσότερο από την πλευρά ενός υποψήφιου επενδυτή, στο κατώφλι της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, όπου ο κύκλος ζωής των προϊόντων έχει μειωθεί δραστικά, επισήμανε τη διάσταση του χρόνου, και ειδικότερα της ταχύτητας με την οποία ένας επενδυτικός προορισμός μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες και στα θέλω ενός επενδυτή. Μάλιστα, ανατρέχοντας στο παράδειγμα πολυεθνικής επιχείρησης ανέφερε ότι αυτή επέλεξε τελικά να κάνει την επένδυσή της σε μια γεωγραφική περιοχή, όπου ο χρόνος ανταπόκρισης από την πλευρά της διοίκησης ήταν μόλις 1 μήνας, παρά το ότι είχε τη δυνατότητα να επιλέξει και άλλη περιοχή, όπου ενώ το προσφερόμενο επενδυτικό πακέτο σε φόρους και εισφορές ήταν πολύ πιο ελκυστικό, εντούτοις, ο χρόνος ανταπόκρισης τοποθετείτο στους 6 μήνες περίπου. Το μήνυμα είναι σαφές: Με δεδομένο ότι ο επενδυτικός ανταγωνισμός είναι αμείλικτος, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι κάθε επένδυση είναι εθνικός στόχος, και ότι αυτό που “πονάει” έναν σοβαρό επενδυτή είναι πρωτίστως ο χρόνος υλοποίησης, όπως βέβαια και η απαρέγκλιτη τήρηση των συμφωνιών και τα επενδυτικά κίνητρα.