Εργαζόμενοι προγραμμάτων εθελούσιας εξόδου και επιδόματα ανεργίας
Κωστής Μπακόπουλος
Νομικός Σύμβουλος ΣΕΒ για Εργασιακά θέματα Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Άνεργος θεωρείται (και δικαιούται επιδότησης) «εκείνος που μετά τη λύση ή τη λήξη της εργασιακής σχέσης αναζητεί εργασία». Εδώ ανήκει, κατ’ αρχήν, η περίπτωση ακούσιας απώλειας της θέσης εργασίας, άρα η απόλυση. Εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι, όταν ο εργαζόμενος με δική του πρωτοβουλία και απόφαση τερματίζει τη σχέση εργασίας, δεν υπάρχει δικαίωμα επιδότησης. Υπάρχει όμως και η ενδιάμεση περίπτωση που η σύμβαση λύεται με αντίθετη συμφωνία των μερών (actus contrarius – ΑΚ 361) ή έστω τυπικά με απόλυση που αιτείται ή/και αποδέχεται εγγράφως ο μισθωτός. Την περίπτωση αυτή ο νόμος δεν την ρυθμίζει ρητώς. Αυτή η έλλειψη ρύθμισης κάλλιστα μπορεί να ερμηνευθεί υπέρ του εργαζομένου, με την έννοια ότι αφού ο νόμος δεν εξαιρεί ρητώς τη συναινετική αποχώρηση από την επιδότηση ανεργίας, αυτή υπάγεται στον κανόνα του άρθρου 3 παρ. ν. 1545/1985 (και άρα επιδοτείται). Ενόψει του κοινωνικού-προστατευτικού σκοπού που επιτελεί η συγκεκριμένη κοινωνική παροχή, οι νομοθετικές εξαιρέσεις από την επιδότηση ανεργίας θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά, ασφαλώς όμως με φειδώ και περίσκεψη χάριν προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου.
Επίσης πρέπει να αναρωτηθούμε, με ποιά από τις ήδη ρυθμιζόμενες στον νόμο περιπτώσεις προσομοιάζουν περισσότερο οι περιπτώσεις των συναινετικών απολύσεων. Δεν πρέπει να σταθούμε τόσο στη στενά νομική, όσο στην κοινωνική αιτία για την οποία ο εργαζόμενος περιήλθε σε κατάσταση ανεργίας. Ο εργαζόμενος που εντάχθηκε σε πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου, ναι μεν συνήνεσε στη λύση της σύμβασης εργασίας του, όμως δεν απώλεσε τη θέση εργασίας με δική του πρωτοβουλία ή για λόγους που αφορούν στο πρόσωπό του.. Με άλλα λόγια: η λύση της σύμβασης με τον τρόπο αυτό δεν αποτελεί μεν απόλυση κατά την έννοια του ν. 1387/1983 περί ομαδικών απολύσεων, όμως δεν μπορεί να εξαιρείται από την ασφαλιστική κάλυψη της ανεργίας, επειδή αυτή (η ανεργία) επήλθε για οικονομικοτεχνικούς λόγους και όχι με τη δική του βούληση.
Αντίθετο επιχείρημα θα ήταν ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν ανάγκη κάλυψης με δημόσιο χρήμα αφού λαμβάνουν τις παροχές που χορηγεί με τη μορφή κινήτρων η επιχείρηση. Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξαιρείται αυτομάτως από την ανάγκη κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας κατά το διάστημα της ανεργίας κάθε εργαζόμενος του οποίου η εργασιακή σχέση λύεται με όρους ευνοϊκότερους των νομίμων, ανεξαρτήτως μάλιστα του ύψους αυτών (που δεν είναι πάντοτε επαρκείς). Το κράτος δεν απαλλάσσεται από τον κοινωνικό του ρόλο στις περιπτώσεις αυτές. Εξάλλου, η πλήρης εξαίρεση των εργαζομένων που συμμετέχουν σε προγράμματα εθελουσίας εξόδου από την προστασία λόγω ανεργίας θα λειτουργούσε και ως αντικίνητρο για την χορήγηση πρόσθετων παροχών από τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται έτσι τελικά η προστασία των εργαζομένων και να μην εξυπηρετείται ο – κοινός για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη- στόχος της αποτελεσματικότερης, στο μέτρο του εφικτού, αντιμετώπισης της ανεργίας.