Εθνική στρατηγική απασχόλησης για μια οικονομία της παραγωγής και των εξαγωγών, Άρθρο του Άκη Σκέρτσου, Γενικού Διευθυντή ΣΕΒ στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, 16/9/2018
Η Ελλάδα διαθέτει το θλιβερό προνόμιο να έχει την υψηλότερη ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση -σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία 19,2% στον ενεργό πληθυσμό και περίπου 40% στους νέους. Αυτό είναι λίγο πολύ γνωστό. Αυτό που δεν είναι και τόσο γνωστό όμως, είναι η άλλη όψη του νομίσματος που είναι εξίσου ή και πιο σημαντική. Ο δείκτης απασχόλησης.
Σε επίπεδο γενικού πληθυσμού σήμερα εργάζεται μόλις το 34,2%. Σε επίπεδο ενεργού πληθυσμού, δηλαδή στις παραγωγικές ηλικίες 15 έως 64, το 53,2%. Πρακτικά ένας Έλληνας παράγει το εισόδημα που καταναλώνουν τρεις!
Από αυτό το εισόδημα πληρώνεται η δημόσια υγεία, η παιδεία, οι συντάξεις, η άμυνα, τα δημόσια έργα, όλες οι κρίσιμες λειτουργίες του κράτους, και φυσικά η ιδιωτική κατανάλωση κάθε νοικοκυριού.
Είναι προφανές ότι μιλάμε για μια μη βιώσιμη κατάσταση. Η αντίστοιχη σχέση σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως η Γερμανία, η Ολλανδία ή άλλες οικονομίες του βορρά είναι 1:2.
Η αύξηση της απασχόλησης, συνεπώς, αποτελεί επιτακτική προτεραιότητα για την Ελληνική οικονομία, την κοινωνική συνοχή, τη βελτίωση του βιοτικού μας επιπέδου. Αλλά και για τη φορολογική δικαιοσύνη. Ζούμε άλλωστε σε ένα άδικο καθεστώς υπερφορολόγησης που επιβαρύνει υπέρμετρα και χωρίς ανταποδοτικότητα πολύ λίγους.
Απέναντι σε αυτό το πρόβλημα ανισοβαρούς παραγωγής αλλά και φορολόγησης του εισοδήματος, υπάρχουν χονδρικά δύο σχολές σκέψης.
Σύμφωνα με την πρώτη, αυτό που προέχει δεν είναι η αύξηση όσων εργάζονται, αλλά η τεχνητή αύξηση του εισοδήματος όσων εργάζονται. Χωρίς να λαμβάνεται απαραίτητα υπόψη η παραγωγικότητα κάθε κλάδου, η εξωστρέφειά του, η υπερχρέωση των επιχειρήσεων ή οι επενδύσεις που πραγματοποιεί. Εδράζεται σε μια οικονομική θεώρηση που βλέπει την τόνωση της κατανάλωσης ως αυτοσκοπό και βασικό επιταχυντή της ανάπτυξης.
Ξεχνούν βέβαια όσοι την υποστηρίζουν ότι ένα από τα διαρθρωτικά προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας είναι το ήδη μεγάλο μερίδιο της κατανάλωσης στο ΑΕΠ της χώρας. Σχεδόν 70% έναντι 56% στην υπόλοιπη Ευρώπη. Με το ίδιο ποσοστό μπήκαμε στην κρίση, και δεν πρόκειται να βγούμε από αυτή αν παραμείνει σε αυτό το επίπεδο. Μια κατανάλωση που δυστυχώς πηγαίνει σε «ξένες τσέπες» λόγω των πολύ περισσότερων εισαγωγών (εμπορικό έλλειμμα 21,5 δις ευρώ).
Σύμφωνα με τη δεύτερη σχολή, αυτό που προέχει είναι η αύξηση όσων εργάζονται πρωτίστως σε παραγωγικούς και εξωστρεφείς κλάδους. Αυτοί εκτίθενται στο διεθνή ανταγωνισμό και αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του νέου παραγωγικού υποδείγματος της οικονομίας μας. Αυτοί θα υποκαταστήσουν τις εισαγωγές με εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα δημιουργώντας νέο πλούτο, νέο εισόδημα και περισσότερα φορολογικά έσοδα. Κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί όσο απλά ανακυκλώνουμε το υπάρχον εισόδημα.
Οι διαφορές των δύο προσεγγίσεων είναι εμφανείς. Όσοι υποστηρίζουν την τεχνητή αύξηση του εισοδήματος υπονομεύουν στην πράξη τη νόμιμη απασχόληση και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Ο κίνδυνος να δούμε αύξηση της αδήλωτης εργασίας ή της ανεργίας σε περίπτωση αλόγιστων αυξήσεων και επεκτάσεων συλλογικών συμβάσεων είναι υπαρκτός.
Αυτό που χρειαζόμαστε συνεπώς στη νέα μεταμνημονιακή περίοδο είναι μια εθνική στρατηγική που θα στοχεύει στην τόνωση της απασχόλησης μέσω της ενίσχυσης της παραγωγής και των εξαγωγών. Και όχι της εγχώριας κατανάλωσης.
Η αφαίμαξη που υφίσταται η πραγματική οικονομία, προκειμένου να επιτευχθούν τα υπερπλεονάσματα, θα πρέπει, αν μη τι άλλο, να αξιοποιηθεί την προσεχή περίοδο προς όφελος του παραγωγικού μετασχηματισμού της οικονομίας.
Πρώτη προτεραιότητα, συνεπώς, της οικονομικής πολιτικής οφείλει να είναι η τόνωση της παραγωγής μέσω της στοχευμένης μείωσης της υπερφορολόγησης της εργασίας. Αυτό θα αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων δίνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να κάνουν νέες επενδύσεις και να δημιουργήσουν και άλλες θέσεις εργασίας.
Όλα τα υπόλοιπα αποτελούν έναν κακώς εννοούμενο «φιλεργατικό λαϊκισμό» που στην πράξη στρέφεται κατά της ίδιας της εργασίας. Και αποδεικνύει ότι μάλλον ελάχιστα διδαχθήκαμε από την κρίση.