Η αναγκαία «επιστροφή» του κοινωνικού διαλόγου: Ως προϋπόθεση οριστικής εξόδου από την κρίση
με θέμα: “Η αναγκαία «επιστροφή» του κοινωνικού διαλόγου
Ως προϋπόθεση οριστικής εξόδου από την κρίση”
Η πρόοδος και η ευημερία των λαών διασφαλίζεται μόνο όταν υπάρχει ένα αδιατάρακτο κοινωνικό συμβόλαιο εμπιστοσύνης και συνεννόησης μεταξύ κράτους, εργοδοτών και εργαζομένων για τις κρίσιμες εθνικές επιλογές. Όταν αυτό το «συμβόλαιο» δεν υπάρχει ή έχει σπάσει, η κρίση αποτελεί νομοτέλεια. Αυτό, δυστυχώς, συμβαίνει στη χώρα μας. Η απουσία κουλτούρας ουσιαστικού διαλόγου και συνεννόησης μας οδήγησε στην κρίση και μας εμποδίζει να βγούμε από αυτήν.
Στις χώρες που εφάρμοσαν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος, ο κοινωνικός διάλογος υποχώρησε. Πουθενά όμως δεν υποβαθμίστηκε τόσο πολύ όσο στην Ελλάδα. Είναι λοιπόν κρίσιμο να κάνουμε όλοι την αυτοκριτική μας πριν προχωρήσουμε παρακάτω. Οι κοινωνικοί εταίροι δεν σταθήκαμε στο ύψος των περιστάσεων αναζητώντας συναινετικές λύσεις για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, ούτε οι κυβερνήσεις αναζήτησαν συστηματικά τη νομιμοποίηση των αποφάσεών τους στον κοινωνικό διάλογο. Ο διάλογος περιορίσθηκε σε αντιπαραθέσεις για το ύψος του κατώτατου μισθού.
Τι έφταιξε; Πολλοί και πολλά. Ο κατακερματισμός των δομών (24 εθνικές δομές), η απουσία ενός κεντρικού οργάνου διαλόγου, η θεσμική αποδυνάμωση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ), είναι η μία όψη του νομίσματος. Επίσης, στην περίοδο της κρίσης, ο διάλογος πραγματοποιήθηκε έξω από τα επίσημα όργανα. Άτυπες διαδικασίες προτιμήθηκαν, εξωθεσμικοί δίαυλοι επηρέασαν τη λήψη αποφάσεων, ενώ μέτρα αποφασίσθηκαν με την παρέμβαση του νομοθέτη, με τη δικαιολογία της απουσίας χρόνου. Επίσης, η συχνή αλλαγή κυβερνήσεων, ευνόησε ψηφοθηρικές προσεγγίσεις. ΄Ετσι τα περισσότερα τριμερή Εθνικά Συμβούλια/Επιτροπές εξυπηρέτησαν επικοινωνιακούς σκοπούς, λειτουργώντας ως πλατφόρμες δημοσιότητας των κυβερνητικών πολιτικών και όχι ως όργανα κοινωνικού διαλόγου.
Όμως κάθε καθυστέρηση ή ακραία πόλωση στα κοινωνικά ζητήματα οδηγεί σε χειρότερες και μονομερείς λύσεις. Το βλέπουμε σήμερα στο ασφαλιστικό πρόβλημα της χώρας όπου, λόγω της μακροχρόνιας αδράνειας, φτάσαμε στο σημείο να έχουμε διαλύσει κάθε έννοια ασφαλιστικής δικαιοσύνης και ανταποδοτικότητας. Για αυτό και οι κοινωνικοί εταίροι έχουν αποστολή να διαβουλεύονται, να συμφωνούν πάνω στο τραπέζι, όχι να επικαλούνται αόριστα την κοινωνία, τους εργαζομένους ή τις επιχειρήσεις για να κρύβονται πίσω από τις ευθύνες τους.
Σήμερα η πραγματικότητα άλλαξε, μαζί της και τα προβλήματα που έχουν τώρα γίνει ακόμη πιο πιεστικά: η ακραία φορολόγηση της εργασίας που φέρνει περισσότερη ανεργία, τα ‘τρύπια’ ασφαλιστικά ταμεία, η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, το υψηλό κόστος ενέργειας, η έλλειψη ρευστότητας, οι κοινωνικές ανισότητες, η πολυνομία, οι ακραίες φορολογικές επιβαρύνσεις στην παραγωγή, δεν θα λυθούν από μόνα τους. Αυτό ήταν και το πνεύμα του Μόνιμου Βήματος Διαλόγου, που συμφωνήθηκε στην Εθνική Συλλογική Σύμβαση του 2008, αλλά ουδέποτε υλοποιήθηκε.
Κάποιοι ίσως περιμένουν γρήγορα αποτελέσματα, μέσα σε μια ρευστή πραγματικότητα. Όμως η μελέτη, η διαβούλευση, η συναίνεση απαιτούν περισσότερο χρόνο και ψυχραιμία. Στη Σουηδία, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση χρειάστηκε μια δεκαετία. Στην Κορέα ο τριμερής διάλογος λειτούργησε καταλυτικά για την έξοδό της από τη μακροχρόνια ύφεση. Ούτε εκεί ήταν εύκολη η συναίνεση, όμως το κράτος, οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες βρήκαν λύση.
Μπορούμε και εμείς, αρκεί να δούμε κατάματα τα προβλήματα. Ποτέ δεν είναι αργά για να καθίσουμε ξανά στο τραπέζι. Στην παρούσα φάση είναι αναγκαία η συνδρομή της ΟΚΕ, ώστε να προετοιμάσει το έδαφος. Όλοι έχουν να κερδίσουν από μια εθνική πλατφόρμα συνεννόησης.
Το πρόβλημα για τους εργαζόμενους σήμερα δεν είναι μόνο το ύψος του κατώτατου μισθού, αλλά αν θα συνεχίσουν να πληρώνονται, αν θα αντέξουν οι επιχειρήσεις, αν οι εισφορές τους θα πιάσουν τόπο, αν θα βρουν δουλειά τα παιδιά τους.
Οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις περιμένουν από εμάς να πάρουμε τις τύχες στα χέρια μας και να μην μένουμε θεατές των κυβερνητικών πολιτικών. Η βούληση, αλλά και η δέσμευση του ΣΕΒ και των οργανωμένων επιχειρήσεων για μια δημιουργική, ωφέλιμη, ειλικρινή επανεκκίνηση του κοινωνικού διαλόγου είναι δεδομένη. Τα περιθώρια για άλλες σκιαμαχίες και ανώφελες αντιπαραθέσεις εξαντλήθηκαν. Είναι ώρα επιτέλους να δούμε το δάσος αντί για το δέντρο και να φανούμε χρήσιμοι στην ιστορική επιταγή για οριστική και βιώσιμη έξοδο της χώρας από την κρίση.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο “ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ”
στις 13 Δεκεμβρίου 2015.