Η εγκύκλιος για τις τριετίες στον κατώτατο μισθό προκαλεί αρνητικές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας
Κατερίνα Δασκαλάκη
Senior Advisor Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας, ΣΕΒ
Ως γνωστόν, ο νέος νομοθετημένος κατώτατος μισθός ορίστηκε με υπουργική απόφαση από 1η Φεβρουαρίου 2019 στα 650€ για τους υπαλλήλους και 29,04 το κατώτατο ημερομίσθιο για τους εργατοτεχνίτες, χωρίς ηλικιακή διάκριση, και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 του ν. 4172/2013.
Η υπουργική απόφαση εκδόθηκε σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η οποία ορίζει ότι «ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός και το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο, νοείται ως «μία μοναδική αξία (ποσό) αναφοράς». Η τελευταία φράση προστέθηκε με το Ν.4254/2014, η οποία τροποποιεί τον Ν. 4172/2013, όπως ισχύει σήμερα. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από την Εισηγητική Έκθεση του Ν. 4254/2014 και από την σχετική Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής των Ελλήνων.
Είναι, επομένως, σαφές ότι οι τριετίες έχουν καταργηθεί όσον αφορά τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό και το κατώτατο ημερομίσθιο, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Ίσχυαν, δε, με αναστολή, για όσους τις δικαιούνταν μέχρι τις 14.2.2012 (έως ότου η ανεργία διαμορφωθεί κάτω από 10%). Ίσχυαν επίσης με αναστολή έως ότου τεθεί σε εφαρμογή το άρθρο 103 του ν.4172/2013, όπως είχε τροποποιηθεί και ισχύει.
Όμως, η «ψευδοερμηνευτική» Εγκύκλιος της Υπουργού Εργασίας της 18ης Φεβρουαρίου που ακολούθησε, και η οποία θα έπρεπε να έχει αποκλειστικό σκοπό την παροχή οδηγιών και κατευθύνσεων για την εφαρμογή του κατώτατου μισθού, ως οφείλει μία Εγκύκλιος, προσθέτει τριετίες στον νομοθετημένο κατώτατο μισθό / ημερομίσθιο. Έχουμε ουσιαστικά την εισαγωγή νέας ρύθμισης, η οποία είναι αντίθετη προς τα οριζόμενα στο νόμο, και αποκτά, ενώ δεν εξυπηρετεί αυτόν τον σκοπό, κανονιστικό χαρακτήρα.
Αποτέλεσμα είναι να προκαλείται οικονομική βλάβη στις επιχειρήσεις που απασχολούν εργαζόμενους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό / ημερομίσθιο, ο οποίος έχει οριστεί αποκλειστικά από την κυβέρνηση, αγνοώντας όμως τις θέσεις των κοινωνικών εταίρων και των επιστημονικών φορέων, αντίθετα με όσα ορίζονται στην νομοθεσία, και τους δείκτες της παραγωγικότητας, της ανεργίας, της αδήλωτης εργασίας και συνολικά της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Για τους λόγους αυτούς, ο ΣΕΒ από κοινού με 6 περιφερειακούς συνδέσμους (ΣΒΑΠ, ΣΒΘΚΕ, ΣΒΣΕ, ΣΕΒΙΠΕ&ΔΕ, ΣΘΕΒ, ΠΑ.ΣΕ.ΒΙ.ΠΕ.) άσκησαν το νόμιμο και εύλογο δικαίωμά τους απέναντι σε ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο κακοδιοίκησης και στρέβλωσης της ισχύουσας νομοθεσίας μέσω εγκυκλίων, καταθέτοντας στις 17 Απριλίου 2019 αίτηση ακύρωσης κατά της από 18/2/2019 Εγκυκλίου της Υπουργείου Εργασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Πάγια θέση του ΣΕΒ είναι ότι οι αυξήσεις των μισθών που δεν λαμβάνουν υπόψη παράγοντες όπως το μη μισθολογικό κόστος, την ικανότητα μετασχηματισμού της παραγωγής, το ρυθμιστικό και διοικητικό περιβάλλον, το κόστος χρηματοδότησης, τη μακροοικονομική αβεβαιότητα και τη λειτουργία «του κράτους δικαίου», καθώς και ορθολογικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οδηγούν σε επιδείνωση της εσωτερικής και διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας, αποθάρρυνση της οικονομικής ανάπτυξης και, συνεπώς, σε απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας, απώλεια θέσεων εργασίας και μείωση εισοδημάτων για όλο και περισσότερα νοικοκυριά.
Η δεκαετής κρίση που βιώσαμε κατέδειξε ότι η αύξηση των μισθών από μόνη της δεν αποτέλεσε το κύριο πρόβλημα, αλλά το γεγονός ότι η χώρα επιχείρησε να θεσμοθετήσει αποδοχές ανεπτυγμένης χώρας, χωρίς όμως να προσφέρει το πλαίσιο λειτουργίας αγορών, τη θεσμική ωριμότητα και τη δυνατότητα ανάπτυξης της ιδιωτικής οικονομίας και του τομέα «διεθνώς εμπορεύσιμων» που προσφέρουν οι ανεπτυγμένες χώρες.