Η επιχειρούμενη φορολογική μεταρρύθμιση θα πρωταγωνιστήσει άραγε στην αναπτυξιακή επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας;
Καλαντζή Σωτηρία
Advisor Τομέα Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Ρυθμιστικών Πολιτικών, ΣΕΒ
Η φορολογική μεταρρύθμιση όπως αποτυπώνεται μέσα από τις διατάξεις του μέχρι πρόσφατα υπό διαβούλευση φορολογικού νομοσχεδίου, δημιουργεί ένα φιλικότερο προς τις επενδύσεις αναπτυξιακό περιβάλλον και θεραπεύει πολλές παθογένειες οι οποίες αποτελούν εμπόδιο της ορθής λειτουργίας του φορολογικού μας συστήματος. Η μείωση της φορολογίας αποτελεί πλέον μέρος της αναπτυξιακής και επενδυτικής πολιτικής που σχεδιάζεται και υλοποιείται. Ενδεικτικά, τα υπό ψήφιση μέτρα περιλαμβάνουν τη μείωση για το φορολογικό έτος 2019 του εταιρικού φορολογικού συντελεστή από 28% σε 24% και της φορολόγησης των μερισμάτων από 10% σε 5%. Περιλαμβάνουν επίσης τη μείωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα του φορολογικού συντελεστή εισοδήματος των φυσικών προσώπων, για τα εισοδήματα από 20.000 και άνω, με τον εισαγωγικό συντελεστή να καθορίζεται στο 9% και τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή να καταλήγει στο 44%.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, αλλάζει η έως σήμερα ισχύουσα αντίληψη ότι υφίσταται ευθέως ανάλογη σχέση μεταξύ της επιβολής υψηλών φορολογικών επιβαρύνσεων και της διασφάλισης υψηλών δημοσίων εσόδων. Αντίληψη που στο παρελθόν αποδείχθηκε ότι επέφερε τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς η υπερφορολόγηση δεν βοήθησε στην αύξηση των δημοσίων εσόδων.
Πέραν των ανωτέρω όπως και αρκετά άλλα μέτρα του φορολογικού νομοσχεδίου, αποτελούν ορισμένα από τα πολλά και σημαντικά βήματα που πρέπει ακόμη γίνουν. Το ελληνικό φορολογικό σύστημα, χρήζει περαιτέρω βελτιώσεων, ώστε να είναι σε θέση να ανταγωνιστεί τα διεθνή φορολογικά συστήματα και να καταστεί φιλικό στις εγχώριες και ξένες επενδύσεις και φυσικά, φιλικό απέναντι στην επιχειρηματική δραστηριότητα.
Είναι απολύτως αναγκαία η κάλυψη του επενδυτικού κενού των ετών της κρίσης. Για τον λόγο αυτό απαιτείται η θέσπιση φορολογικών κινήτρων πολύ μεγαλύτερης εμβέλειας. Ειδικότερα απαιτείται η υλοποίηση μέτρων που άπτονται της δυνατότητας εφαρμογής πρόσθετων οριζόντιων επενδυτικών κινήτρων, όπως ενδεικτικά η θέσπιση του μέτρου των υπέρ-αποσβέσεων.
Η διαμόρφωση εντός ανταγωνιστικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος προϋποθέτει μεγαλύτερη φοροελάφρυνση των φυσικών προσώπων, ιδιαίτερα δε, για τους εργαζόμενους και τα στελέχη των μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων. Και τούτο διότι, τα στελέχη αυτά, έχουν συνήθως υψηλές δεξιότητες και αποτελούν τον πυρήνα εκείνου του παραγωγικού δυναμικού για υπάρχουσες και νέες επενδύσεις. Ως εκ τούτου, είναι εκείνα που διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, ειδικά στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο καθίσταται ως ζωτικής σημασίας, η διεύρυνση της φορολογητέας ύλης που θα προκύψει από τις φιλοαναπτυξιακές προβλέψεις του φορολογικού νομοσχεδίου να αξιοποιηθεί κατά προτεραιότητα για την περαιτέρω ελάφρυνση της φορολογίας των φυσικών προσώπων.
Ωστόσο, λυδία λίθο στο οικοδόμημα του ανταγωνισμού των ελληνικών επιχειρήσεων θα αποτελέσει ο συνολικός ψηφιακός μετασχηματισμός σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας αλλά και η ενδυνάμωση της μεταποιητικής βάσης της ελληνικής οικονομίας.
Η εδραίωση ενός σταθερού φορολογικού συστήματος που θα συμβαδίζει με τις εξελίξεις που διαμορφώνονται σε διεθνές επίπεδο, όπως η φορολόγηση της ψηφιακής οικονομίας και κρίσιμων εισροών όπως της ενέργειας, ξεπερνούν τον ορίζοντα και το περιεχόμενο ενός μόνο νόμου. Η διαμόρφωση ενός φορολογικού πλαισίου προσαρμοσμένου στις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες της σύγχρονης ελληνικής οικονομίας και εναρμονισμένου με τις σύγχρονες ευρωπαϊκές πρακτικές πρέπει να αποτελεί συνεπώς μια «διαρκή και συνεχή» προσπάθεια.