Η Κρίσιμη Σημασία των Ηλεκτρονικών Συναλλαγών, 20/1/2017
Οι ηλεκτρονικές συναλλαγές βρίσκονται αυτό τον καιρό στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Και δίκαια. Οι άμεσες και οι μακροχρόνιες επιπτώσεις τους για την πορεία της οικονομίας της Ελλάδας είναι σημαντικές. Όμως, με τους τρόπους που προβάλλονται στην επικαιρότητα, και αναδύονται τα συμφέροντα ή οι ανησυχίες ορισμένων τμημάτων της κοινωνίας κάθε φορά, η νηφάλια αποτίμηση των επιπτώσεών τους είναι δύσκολη. Επικρατεί μάλιστα μία σύγχυση με τους όρους, τις διαδικασίες και τα οφέλη, και το πρόσφατο νομοσχέδιο για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, παρόλο που αποτελεί την πολυπόθητη αρχή σε μία μακρά διαδικασία, σε μία περίπλοκη και δύσκολη μεταρρύθμιση, δεν συμβάλλει πάντα στην καλύτερη κατανόηση του ζητήματος.
Πρώτα απ’ όλα τι εννοούμε με τις ηλεκτρονικές συναλλαγές; Δεν εννοούμε μόνον τις συναλλαγές με τις πιστωτικές κάρτες, το πλαστικό χρήμα. Εννοούμε και όλες και τις άλλες συναλλαγές των πολιτών, πώς δηλαδή πληρώνουν το νοίκι τους, τους Οργανισμούς Κοινής Ωφέλειας και τα ασφάλιστρά τους. Εννοούμε επίσης τις συναλλαγές που κάνουν οι επιχειρήσεις μεταξύ τους, οι οποίες ανταλλάσσουν τιμολόγια και κάνουν πληρωμές, οι περισσότερες από τις οποίες γίνονται σήμερα με παραδοσιακούς «έγχαρτους» τρόπους. Τέλος, εννοούμε και όλες τις συναλλαγές με το κράτος, είτε πρόκειται για τον πολίτη, ο οποίος πληρώνει ένα παράβολο στο Δημόσιο, είτε για την επιχείρηση που συμμετέχει στις Δημόσιες προμήθειες και -έχοντας υποβάλει την προσφορά της ηλεκτρονικά- όταν της ανατεθεί η προμήθεια θα την μετασχηματίσει εύκολα σε ηλεκτρονικό τιμολόγιο, θα την αποστείλει στο Δημόσιο και τελικά η συναλλαγή θα εκκαθαριστεί ηλεκτρονικά.
Γιατί όμως είναι τόσο σημαντικές οι ηλεκτρονικές συναλλαγές; Τι υπάρχει κάτω από την επιφάνεια, πέρα από το προφανές επιχείρημα ότι πρόκειται για ένα βήμα προόδου στην ηλεκτρονική μας εποχή;
Πρώτα από όλα θα μειώσει την παραοικονομία. Στη χώρα μας η μαύρη οικονομία βρίσκεται περίπου στο 23% του ΑΕΠ. Τέτοιες εκτιμήσεις δεν μπορούν ποτέ να είναι ακριβείς, όμως αυτό το ποσοστό σημαίνει ότι γύρω στα 41,5 δισ. ευρώ κάθε χρόνο είναι κάτω από το ραντάρ των φορολογικών αρχών. Γι’ αυτό το ποσό δεν πληρώνονται ούτε φόροι, ούτε οι ασφαλιστικές εισφορές που αναλογούν. Αν λοιπόν εφαρμοστούν οι ηλεκτρονικές συναλλαγές με καθολικό και αποτελεσματικό τρόπο, η παραοικονομία μπορεί να «ασπρίσει» σε μία διετία κατά 10%, δηλαδή τουλάχιστον κατά 4 δισ. ευρώ.
Αυτό βεβαίως σημαίνει πολλά, και πάρτε για παράδειγμα τον ΦΠΑ. Στην Ελλάδα κάθε χρόνο υπάρχει ένα χάσμα εισπραξιμότητας στο ΦΠΑ που φτάνει στα 6,5 δισ. ευρώ. Πρόκειται δηλαδή για φόρο που εισπράττεται για λογαριασμό του κράτους, αλλά δεν αποδίδεται ποτέ σε αυτό. Πιστεύουμε ότι οι ηλεκτρονικές συναλλαγές, χωρίς να αποτελούν πανάκεια, μπορούν να μειώσουν αυτό τα χάσμα εισπραξιμότητας κατά 1 δισ. ευρώ ετησίως, που ισοδυναμεί με το 1/3 του ΕΝΦΙΑ που καλούνται να επωμιστούν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις.
Επιπλέον, οι ηλεκτρονικές συναλλαγές, όταν τα αποτελέσματα τους μεταβιβάζονται στις φορολογικές αρχές, μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά τη λειτουργία τους. Επιτρέπουν καλύτερα στοχευμένους ελέγχους, και συμβάλλουν στην αντικειμενικοποίηση της φορολογικής διαδικασίας – και τα δύο εξόχως χρήσιμα σε μια εποχή μειωμένων πόρων και μεγάλης ανάγκης για την δημιουργία ενός σύγχρονου και αδιάβλητου κράτους.
Είναι όμως κρίσιμο να δούμε τις ηλεκτρονικές συναλλαγές όχι μόνον ως μια ηλεκτρονική απόχη για τους φοροφυγάδες, αλλά ως μία αναπτυξιακή μεταρρύθμιση. Η καθολική υιοθέτηση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης για παράδειγμα, του σημαντικότερου μέτρου των ηλεκτρονικών συναλλαγών, ωφελεί πρώτιστα τις επιχειρήσεις. Μειώνει το κόστος λειτουργίας τους κατά 1-1,5 δισ. ευρώ το χρόνο, και τις βοηθά να γίνουν πιο εξωστρεφείς και να δημιουργήσουν καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες. Όταν μάλιστα η ηλεκτρονική τιμολόγηση επεκταθεί και στις Δημόσιες προμήθειες, (καθώς είναι Ενωσιακή μας υποχρέωση, με την οποία πρέπει να συμμορφωθούμε μέχρι τον Οκτώβριο του 2018), το όφελος για το Δημόσιο θα είναι 200 εκ. ευρώ ετησίως και τουλάχιστον άλλα 100 εκ. ευρώ για τις επιχειρήσεις.
Όλα τα παραπάνω, ως άθροισμα και ως συνέργειες, συνιστούν πολύ σημαντικά οφέλη. Και το προφανές συμπέρασμα είναι ότι για να έχουμε τα αποτελέσματα που προσδοκούμε πρέπει να υπάρξει συγκροτημένο, συνολικό και επείγον σχέδιο δράσης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Όσο δε γρηγορότερα το υλοποιήσουμε, τόσο γρηγορότερα θα καρπωθούμε αυτά τα οφέλη.
Η κυβέρνηση, μετά από μία μακρά περίοδο κυοφορίας, έφερε στη Βουλή ένα νομοσχέδιο για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Είναι ευπρόσδεκτο, γιατί επιτέλους γίνεται η αρχή, παρά τις αντιδράσεις και την παραπληροφόρηση που εκπορεύεται κυρίως από εκείνους που φοροδιαφεύγουν. Είναι όμως μόνον η αρχή. Αφενός μεν χρειάζεται συστηματική εξειδίκευση των κατευθύνσεων που περιγράφονται αδρομερώς στο νομοσχέδιο, με πλήθος εκκρεμών εξουσιοδοτικών διατάξεων, αφετέρου δε απαιτούνται τολμηρότερα κίνητρα και ευρύτερα μέτρα που θα δώσουν πραγματική ώθηση στην υιοθέτηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να τα σχεδιάσει και να τα υλοποιήσει εν κενώ μόνη της η κυβέρνηση, αλλά πρέπει να αξιοποιήσει τις δυνάμεις της αγοράς. Ο ιδιωτικός τομέας διαθέτει πολύτιμη τεχνογνωσία και εμπειρία: μπορεί έτσι να στηρίξει και να συνεισφέρει ουσιαστικά στην ταχύτερη καθολική υιοθέτηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, με άμεσο όφελος για όλη την ελληνική οικονομία.