Η προστασία του δικαιώματος στην εργασία
Αλέξιος Παπασταύρου
Νομικός Σύμβουλος ΣΕΒ για Εργασιακά θέματα
Partner – Ποταμίτης Βεκρής, Εργατικό Δίκαιο
Κάποιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, όταν απεργούν, συνηθίζουν να απαγορεύουν σε εργαζομένους να εργαστούν, παρόλο που αυτοί το επιθυμούν και δεν θέλουν να απεργήσουν. Η πρακτική αυτή καταπατά το δικαίωμα στην εργασία (άρθρο 22 §1 Συντ.) και προσβάλλει τη Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου.
Η οργάνωση που απεργεί φέρει την ευθύνη της απεργίας της. Επομένως, έχει την υποχρέωση να την περιφρουρεί, με την έννοια να προλαβαίνει παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των μετεχόντων, καθώς και τη διείσδυση ή την ανάμειξη επικίνδυνων τρίτων, και γενικά να παίρνει τα κατάλληλα μέτρα, ώστε η απεργία να μην εξελίσσεται σε ευκαιρία παρανομιών. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις πρέπει να διακρίνονται από την αναγκαία για το κύρος του συνδικαλισμού υπευθυνότητα και οφείλουν να αποφεύγουν την πραγματοποίηση απεργίας πριν λάβουν τα κατάλληλα, επαρκή και πρόσφορα μέτρα για την πρόληψη παρανομιών.
Κατά τη νομολογία, είναι καταχρηστική η απεργία, όταν με παράνομες πράξεις παραβιάζονται τα δικαιώματα όσων δεν μετέχουν σ’ αυτήν, όπως όταν με βία ή απειλή βίας παρακωλύονται εκείνοι που θέλουν να εργασθούν (1), αν οι πράξεις αυτές έχουν αφετηρία τη συλλογική πρόθεση των εμπνευστών ή εκτελεστών της απεργίας. Όταν τα μέλη του ΔΣ μετέχουν στην άσκηση βίας ή είναι παρόντα κατά την άσκησή της, προκύπτει η συλλογική πρόθεση αυτών ως εμπνευστών (2).
Τέτοιες παράνομες πράξεις είναι η προσπάθεια, που συνήθως συνοδεύεται από προπηλακισμούς και ύβρεις, να εξαναγκασθούν να διακόψουν την εργασία τους εκείνοι που θέλουν να εργασθούν, η παρεμπόδιση της εισόδου ή της εργασίας κ.ά. (3)
Όμως, η δικαστική αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα μιας απεργιακής κινητοποίησης είναι συχνά αδιάφορη, ιδίως όταν αυτή δεν έχει μακρά διάρκεια. Η δε απόδειξη της πρόκλησης ζημίας είναι κατά κανόνα πρακτικώς αδύνατη, καθώς τα θύματα της παράνομης βίας σπανίως αποδέχονται να καταθέσουν ενόρκως, φοβούμενα την άσκηση πρόσθετης βίας σε βάρος τους, με αποτέλεσμα οι παράνομες πράξεις σπανίως να οδηγούν σε επιβολή αστικών κυρώσεων. Τέλος, η παρεχόμενη από τον Ποινικό Κώδικα προστασία (ιδίως μέσω της προσφυγής στις διατάξεις περί παράνομης βίας, απειλής και διατάραξης οικιακής ειρήνης –ΠΚ 330, 333 και 334 αντίστοιχα) είναι συνήθως αναποτελεσματική.
Κατά συνέπεια, ευκτέα είναι η νομοθέτηση ειδικής διάταξης, που:
(β) θα προβλέψει διοικητικές κυρώσεις (αντίστοιχες των επιβαλλόμενων στον εργοδότη που παραβιάζει την εργατική νομοθεσία) στις συνδικαλιστικές οργανώσεις που δεν τηρούν την υπό (α) υποχρέωσή τους,
(γ) θα ποινικοποιήσει αυτοτελώς την παρεμπόδιση του δικαιώματος στην εργασία και
(δ) θα προβλέψει την άρση της συνδικαλιστικής προστασίας κατά της απόλυσης για όλα τα μέλη των ΔΣ συνδικαλιστικών οργανώσεων που κηρύσσουν απεργία, στο πλαίσιο της οποίας τελούνται ποινικώς κολάσιμες πράξεις.
(1) ΑΠ 1505/90 ΔΕΝ 1992.14
(2) ΕΑ 1702/85 ΔΕΝ 1985.383
(3) βλ. Δημ. Παπασταύρου, Τα νόμιμα όρια περιφρουρήσεως της απεργίας, ΔΕΝ 1986.166.