Μεταφορά πόρων στην παραγωγή και στην κοινωνική συνοχή
Άρθρο κ. Χρήστου Α. Ιωάννου, Διευθυντή Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ, στον ”Οικονομικό Ταχυδρόμο”
“Στην οικονομία η ευημερία και το μέλλον είναι ευθεία συνάρτηση των επενδύσεων και της κατανομής των διαθεσίμων πόρων μεταξύ κατανάλωσης και επένδυσης.”
Τα έθνη, οι κοινωνίες και οι οικονομίες που θέλουν να διατηρήσουν την ευημερία τους και την συνοχή τους, και να την βελτιώσουν, διατηρούν ισορροπία υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μεταξύ των γενεών, των κοινωνικών ομάδων και των πολιτών. Φροντίζουν το μέλλον τους επενδύοντας σε αυτό – σε όλους τους τομείς, με όλες τις μορφές των επενδύσεων.
Στον οικονομικό τομέα η ευημερία και το μέλλον είναι ευθεία συνάρτηση των επενδύσεων και της κατανομής των διαθεσίμων πόρων μεταξύ κατανάλωσης και επένδυσης. Λόγω του πεπερασμένου των διαθεσίμων πόρων είναι κρίσιμο πως τους κατανέμεις μεταξύ κατανάλωσης και επένδυσης.
Κρίσιμο είναι επίσης πως, όταν χρειάζεται – έχοντας τουλάχιστον το αίσθημα της αυτοσυντήρησης – μεταφέρεις πόρους -από τους διαθέσιμους πόρους σου- από την κατανάλωση στην επένδυση. Στην ανοικτή κοινωνία και οικονομία αυτό είναι αποτέλεσμα τεραστίου πλήθους αποφάσεων, αξιών, συμπεριφορών βάσει κινήτρων και αντικινήτρων.
Η ελληνική κοινωνία και οικονομία, όπως έδειξαν η δεκαετής κρίση της του 2009-2018, και τα τρία μνημόνια του 2010, του 2012 και του 2015, δεν αποφάσισε, δεν επεδίωξε (και προφανώς δεν κατάφερε) να αντιμετωπίσει ριζικά το θέμα της σταδιακής μεταφοράς των διαθεσίμων πόρων της από την κατανάλωση στην επένδυση.
Επιπλέον, δεν επέφερε ισορροπία μεταξύ των γενεών – συνέχισε να φορτώνει βάρη χρέους στις επόμενες. Απλά περιόρισε την σπατάλη δημοσίων ελλειμάτων και δανεικών πόρων, καθώς αυτό κατέστη αναπόφευκτο- μιά που κανείς πλέον δεν την διευκόλυνε – λόγω της «τεχνικής χρεοκοπίας» της του 2010, του 2012 και του 2015 – μέσω του δανεισμού στην οικεία και δημοφιλή σε αυτήν επί δεκαετίες διαδικασία.
Με δύο λόγια παρά την υπερδεκαετή κρίση και προσαρμογή, το ζήτημα της μεταφοράς πόρων παρέμεινε μια μείζων στρατηγικής σημασίας εκκρεμότητα. Για ποια μεταφορά πόρων μιλάμε: από την κατανάλωση στις επενδύσεις, από τις εισαγωγές στην εγχώρια παραγωγή, από τα εφήμερα της γενιάς της μεταπολίτευσης στις νεότερες και τις επόμενες γενεές, από την αυτοεξυπηρέτηση του δημοσίου στην στροφή του στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
Μιλάμε για την ανάγκη μεταφοράς πόρων από τους υπερδιογκωμένους παρασιτικούς τομείς των διεθνώς μη εμπορευσίμων, που επιβιώνουν και ευδοκιμούν και μέσω της παραοικονομίας, της φοροδιαφυγής, της κλοπής του ΦΠΑ, της χαμηλόμισθης και υποδηλωμένης εργασίας, στους συρρικνωμένους παραγωγικούς τομείς των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών που παράγουν για την εγχώρια αγορά αλλά και για τις εξαγωγές, που δημιουργούν προστιθέμενη αξία, καινοτομία, που επενδύουν στην σύγχρονη τεχνολογία για να διατηρηθούν διεθνώς ανταγωνιστικοί, και ανατροφοδοτούν το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας.
Η μικρή αύξηση του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, πριν την πανδημία, και η μικρή αλλά διαρκής αύξηση των εξαγωγών, σε συνδυασμό με την σύνθεση των επενδύσεων δείχνουν ότι υφίσταται ένα μικρό, μεν, ποσοστό του εγκατεστημένου κεφαλαίου της χώρας το οποίο όμως λειτουργεί παραγωγικά και ωθεί την οικονομία προς την ανάπτυξη. Παρά την αντίρροπη ύπαρξη πλειάδας διαρθρωτικών και μακροοικονομικών προβλημάτων που ξεκινούν από το δημογραφικό και το συνταξιοδοτικό και φτάνουν ως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τις οφειλές προς το δημόσιο.
Την οικονομία κινεί αυτό το μικρό μέρος του εγκατεστημένου κεφαλαίου που χρησιμοποιείται παραγωγικά, και σε αυτό οι επενδύσεις είναι έστω και οριακά θετικές και οι αποσβέσεις επαρκείς. Για να εξασφαλισθεί η ευημερία και η κοινωνική συνοχή αυτό το μικρό μέρος πρέπει να μεγαλώσει. Και η μοναδική οδός είναι η σταδιακή μεταφορά πόρων σε αυτό.
Αυτή την σημαντική μεταφορά πόρων που η ελληνική κοινωνία και οικονομία δεν επεδίωξε και δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει για τους δικούς της πόρους επί δεκαετία και πλέον, τώρα έχει την ευκαιρία να την υποκαταστήσει αξιοποιώντας πόρους που δεν είναι δικοί της. Που προέρχονται από τα δάνεια και τις επιδοτήσεις του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης. Και στο παρελθόν είχαμε επιδοτήσεις και δάνεια – και το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν τώρα θα τους αξιοποιήσουμε διαφορετικά – παραγωγικά.