Μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις για μια πιο παραγωγική Ελλάδα, Άρθρο του Επικεφαλής Οικονομολόγου του ΣΕΒ, κ. Μιχάλη Μασουράκη για τη Realnews, 23/12/2018
Το 2019 θα είναι η τρίτη συνεχόμενη χρονιά ανάπτυξης με τη χώρα να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις, χωρίς δανεικά δηλαδή από το εξωτερικό να χρηματοδοτούν δημοσιονομικά ελλείμματα και να δημιουργούν εφήμερη ευημερία, όπως γινόταν πριν την έλευση της κρίσης. Να θυμίσω ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2000-2007 ήταν 4% ετησίως. Συνεπώς, με σημερινούς ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 2% μεσοπρόθεσμα, πολλά απομένουν να γίνουν, εάν το ζητούμενο είναι η χώρα να εκτοξευθεί αναπτυξιακά. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζονται διπλάσιοι ρυθμοί ανάπτυξης από τους σημερινούς.
Το σημαντικότερο που έχει γίνει είναι ότι η οικονομία βρίσκεται σε μια οιονεί ισορροπία, με τους μισθούς να αυξάνουν grosso modo σύμφωνα με την παραγωγικότητα, χωρίς να δημιουργούνται, δηλαδή, μακροοικονομικές ανισορροπίες. Επειδή, λοιπόν, από εδώ και πέρα δεν υπάρχουν δανεικά, αυτό που πρέπει να γίνει είναι να αυξήσουμε την παραγωγικότητα της οικονομίας, μέσα από μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις.
Το 2% ανάπτυξη που πετυχαίνει η χώρα μας, θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερο εάν δεν υπήρχε η υπερφορολόγηση της ιδιωτικής οικονομίας και εάν υπήρχε ένα πιο φιλοεπενδυτικό κλίμα στη χώρα, ώστε να απελευθερωθούν εκείνες οι επιχειρηματικές δυνάμεις που θέλουν να κάνουν επενδύσεις. Μια κρίσιμη παράμετρος που δεν μπορεί να αγνοηθεί, είναι ότι για να γίνουν επενδύσεις, και μάλιστα σε εξωστρεφείς και τεχνολογικά δυναμικούς κλάδους της οικονομίας, απαιτείται κερδοφορία. Η μείωση της υπερφορολόγησης είναι βασικός παράγοντας προς αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει, όμως, να συνοδεύεται από μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση που αυξάνουν την παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα, ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η δημοσιονομική πειθαρχία, που είναι μια σταθερά που δεν μπορεί να αγνοηθεί παρά μόνο με μεγάλο κόστος για την εθνική οικονομία. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο σήμερα, που, στην Ελλάδα, οι δαπάνες, ιδίως για δημόσια αγαθά με αναπτυξιακό πρόσημο, όπως είναι η δωρεάν παιδεία και υγεία, αλλά και για δημόσιες επενδύσεις, βρίσκονται σε σχετικά χαμηλό επίπεδο για ευρωπαϊκή χώρα.
Απαιτείται, επίσης, και απελευθέρωση των δυνάμεων του ανταγωνισμού στις αγορές, και ιδίως στην αγορά εργασίας, που επαναρυθμίζεται, πλέον, με ταχείς ρυθμούς. Το νέο καθεστώς συλλογικών διαπραγματεύσεων δεν διαφέρει ουσιαστικά από το παλιό που μας οδήγησε στην κρίση, όπου οι μισθοί αυξανόντουσαν πολύ πέραν της παραγωγικότητας της εργασίας, παρά μόνο στον καθορισμό του κατώτατου μισθού. Ο τελευταίος, πλέον, αποφασίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση, ενισχύοντας την ανάμιξη της πολιτικής διαδικασίας σε μια κατά βάση οικονομική απόφαση. Στο παρελθόν, αν και ήταν στα χέρια των κοινωνικών εταίρων, δεν λειτούργησε εποικοδομητικά. Επίσης, ο μονομερής και υποχρεωτικός χαρακτήρας της διαιτησίας παραμένει στη θέση του, εξασφαλίζοντας σε μεγάλο βαθμό ότι οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού θα επεκτείνονται pari passu σε όλη την οικονομία, με δυσμενείς επιπτώσεις σε επιχειρήσεις και κλάδους με ασθενή χαρακτηριστικά, αλλά και στρεβλώνοντας τον ανταγωνισμό γενικότερα, ανατρέποντας, με μη οικονομικούς όρους, τη σχέση μισθών-παραγωγικότητας σε κάθε επιχείρηση και κλάδο, επηρεάζοντας δυσμενώς την κερδοφορία τους.