Μόνο στην Ελλάδα τα στελέχη «χτυπάνε κάρτα»
Άρθρο κ. Χρήστου Α. Ιωάννου, Διευθυντή Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ, στη Ναυτεμπορική
Στην Ελλάδα του 2023 τα στελέχη σύγχρονων επιχειρήσεων που έχουν π.χ. ετήσιες αποδοχές 40 χιλιάδες ευρώ, εταιρικό αυτοκίνητο, πρόσθετη ασφαλιστική κάλυψη υγείας και σύνταξης, εταιρικό κινητό τηλέφωνο, εταιρική πιστωτική κάρτα, έκτακτο ετήσιο bonus βάσει στόχων και επίδοσης κ.λπ., θα υποχρεούνται πλέον να «κτυπάνε κάρτα» βάσει προδηλωμένου ωραρίου, «να γράφουν υπερωρίες», να τις καταγράφουν και να αμείβονται για αυτές. Κι αν δεν το κάνουν οι επιχειρήσεις τους θα βαρύνονται με πρόστιμα. Για να διαφυλαχθεί η εργασιακή υγεία και ασφάλειά τους, και να καταπολεμηθεί η αδήλωτη, ανασφάλιστη και υποδηλωμένη εργασία.
Σε κάθε μεγάλο έργο υπάρχει ο κίνδυνος σχεδιαστικών λαθών και κακοτεχνιών. Οι οποίες πρέπει να διορθώνονται εγκαίρως. Η σταδιακή εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας αποκαλύπτει τέτοιες κακοτεχνίες. Που δημιουργούν στρεβλώσεις και επηρεάζουν αρνητικά την ευελιξία και την παραγωγικότητα των συγχρόνων επιχειρήσεων. Δημιουργώντας ταυτόχρονα πρόσθετο γραφειοκρατικό βάρος και κόστος. Υποχρεώνοντας τις επιχειρήσεις και τα στελέχη τους να προδηλώνουν τα ωράρια εργασίας τους και τις μεταβολές τους στο ΕΡΓΑΝΗ, να «κτυπάνε κάρτα» (έστω ψηφιακή), να προδηλώνουν τις υπερωρίες τους, οι οποίες επίσης πρέπει να καταγράφονται, και να αμείβονται με πρόσθετη αμοιβή για αυτές. Αν δεν τα κάνουν (προδήλωση ωραρίου και των μεταβολών του, προδήλωση της υπερωρίας και ανάλογο διαρκές «κτύπημα κάρτας») να κινδυνεύουν από υψηλά πρόστιμα (3 και 10,5 χιλιάδων ευρώ, κατά περίπτωση). Εκτός εάν είναι οι Διευθύνοντες σύμβουλοι, ή εκπροσωπούν και δεσμεύουν την επιχείρηση, ή είναι μέλη του ΔΣ της εταιρείας, ή κατέχουν πάνω από το 0,5% της εταιρείας ως μέτοχοι ή εταίροι, ή εάν αμείβονται ετησίως με τουλάχιστον 60 ή 80 χιλιάδες ευρώ έως την 31η Μαρτίου 2023. Και με αυξημένο το όριο εν συνεχεία. Πιθανότατα ανώτερο των 63-65 χιλιάδων ή 84-87 χιλιάδων ευρώ ετησίως, καθώς η υπουργική απόφαση συνδέει την εξαίρεση και απαλλαγή επιχειρήσεων και στελεχών με το εξαπλάσιο και το οκταπλάσιο του νομοθετημένου κατωτάτου μισθού.
Οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις χρήζουν επανεξέτασης.
Πρώτον, ώστε να μην αγνοείται η από δεκαετίες ευρωπαϊκή ρύθμιση που περιλαμβάνεται στην Οδηγία 2003/88, το βασικό μέσο που ρυθμίζει τον χρόνο εργασίας στην ΕΕ. Σύμφωνα με αυτήν «Τα κράτη µέλη, τηρώντας τις γενικές αρχές για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, µπορούν να παρεκκλίνουν …., εφόσον η διάρκεια του χρόνου εργασίας, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ασκούµενης δραστηριότητας, δεν υπολογίζεται ή/και δεν προκαθορίζεται ή µπορεί να καθορίζεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους, ιδίως δε εφόσον πρόκειται για: α) διευθυντικά στελέχη ή άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτηµένα να λαµβάνουν αποφάσεις αυτόνοµα …» (άρθρο 17 παρ. 1).
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία έχει αυτήν την σαφή ρύθμιση εξαίρεσης. Δεν την έχει όμως η ελληνική εναρμόνιση της Οδηγίας (που έγινε το 1999), η οποία παρέλειψε το πλήρες κείμενο, και κατ’ ουσίαν το νεωτερικό στοιχείο στην Οδηγία του 1988 που αφορά τα σύγχρονα στελέχη επιχειρήσεων για τα οποία η διάρκεια του χρόνου εργασίας, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ασκούµενης δραστηριότητας, δεν προκαθορίζεται ή µπορεί να καθορίζεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους, εφόσον πρόκειται για πρόσωπα εξουσιοδοτημένα να λαμβάνουν αποφάσεις αυτόνομα. Το υπουργείο Εργασίας στον ν. 4808/2021 θα όφειλε να διορθώσει αυτήν την ελληνική απόκλιση από την Ευρωπαϊκή Οδηγία και το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Δεύτερον, δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός λόγος να προδηλώνονται οι ημερήσιες μεταβολές του χρόνου εργασίας των στελεχών. Θα μπορούσε απλά να καταγράφεται. Αν και πλέον, όχι μόνον για τα στελέχη αλλά και για το ανθρώπινο κεφάλαιο πολλών λειτουργιών των συγχρόνων επιχειρήσεων, η αξιολόγηση της απόδοσης βασίζεται αποκλειστικά στην ευελιξία τους και στα αποτελέσματα της εργασίας τους και όχι στην μέτρηση και στον έλεγχο του χρόνου εργασίας. Ομοίως και η συνολική αμοιβή τους, με αποδοχές και παροχές.
Τρίτον, στην εφαρμοστική υπουργική απόφαση η απαλλαγή και η εξαίρεση των στελεχών από την υπαγωγή τους στην ψηφιακή κάρτα εργασίας συνδέεται με εξωπραγματικά μισθολογικά κριτήρια: το εξαπλάσιο και το οκταπλάσιο του μεταβαλλόμενου νομοθετημένου κατωτάτου μισθού. Το 2020 το υπουργείο Εργασίας επέλεξε, ορθά, να διορθώσει την προηγούμενη λάθος νομοθετική επιλογή που καθόριζε το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών στο δεκαπλάσιο του νομοθετημένου κατωτάτου μισθού. Τότε, ορθά, το «πάγωσε» σε (ήδη υψηλό) ονομαστικό ποσόν (6,5 χιλιάδες ευρώ), καταργώντας την αυτόματη σύνδεση με τον κατώτατο μισθό, ώστε το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών να μην μεταβάλλεται διαρκώς και στο διηνεκές.
Ο διάλογος για την επανεξέταση αυτών των ρυθμίσεων, και των αρνητικών συνεπειών τους, αφορά την ορθή εναρμόνιση, με το γράμμα και το πνεύμα, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας. Συνδέεται επίσης με την επανεξέταση των προϋποθέσεων, των ορίων και των διαδικασιών για την εξαίρεση των στελεχών επιχειρήσεων. Είναι λογικό, και αναπτυξιακό, μόνον στην Ελλάδα τα στελέχη επιχειρήσεων να υποχρεούνται να προδηλώνουν τον χρόνο εργασίας τους και τις μεταβολές του και να «κτυπάνε κάρτα» στο Υπουργείο Εργασίας ; Η αδήλωτη, ανασφάλιστη και υποδηλωμένη εργασία δεν εντοπίζεται στα στελέχη των επιχειρήσεων.