Να εκμεταλλευτούμε τον ούριο άνεμο στα πανιά της ανάπτυξης, άρθρο του Επικεφαλής Οικονομολόγου του ΣΕΒ, κ. Μ. Μασουράκη στα “Τα Νέα του Σαββάτου”, 12/10/2019
Τους τελευταίους μήνες πνέει στη χώρα άνεμος αισιοδοξίας και υψηλών προσδοκιών για επενδύσεις. Η νέα κυβέρνηση προσπαθεί να επανεκκινήσει την οικονομία, με καταλύτη την αύξηση των παραγωγικών (κερδοφόρων) ιδιωτικών επενδύσεων, ένα φιλικότερο προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον και περιορισμό της υπερφορολόγησης, και όχι με τόνωση της ζήτησης και ατελέσφορες αναδιανεμητικές πολιτικές. Αυτή η αλλαγή παραδείγματος καταγράφεται ως ιδιαίτερα θετική εξέλιξη από την κοινή γνώμη, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, και είναι η αιτία των αυξημένων επιχειρηματικών προσδοκιών και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, όπως αποτυπώνονται στους σχετικούς δείκτες. Μπορούμε, πλέον, να ελπίζουμε σε μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης, ίσως και πάνω από 3%, από το 2020 και μετά, εάν δεν χειροτερεύσει η διεθνής οικονομική συγκυρία.
Τα σημεία γραφής μέχρι σήμερα είναι ενθαρρυντικά. Πρέπει, όμως, να συνεχισθούν και να ενισχυθούν και με πιο μακροπρόθεσμες πρωτοβουλίες που υπερβαίνουν τις φοροελαφρύνσεις και την άρση γραφειοκρατικών εμποδίων, που είναι μεν αναγκαίες αλλά όχι και ικανές συνθήκες για να οδηγήσουν μόνιμα μια οικονομία σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Χρειάζονται π.χ. διαρθρωτικές πολιτικές εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης για την αύξηση του εργατικού δυναμικού της χώρας που δημογραφικά φθίνει, μέσα από την αύξηση της συμμετοχής των πολιτών, κυρίως νέων και γυναικών, στην οικονομική διαδικασία. Χρειάζονται, επίσης, διαρθρωτικές πολιτικές ευελιξίας στην αγορά εργασίας που να προστατεύουν το εισόδημα των εργαζομένων και όχι να διατηρούν θέσεις εργασίας χαμηλής παραγωγικότητας. Χρειάζονται, ακόμη, διαρθρωτικές πολιτικές για κανόνες υγιούς ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, που θα επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να μεγαλώσουν, και όχι πολιτικές που προστατεύουν επιχειρήσεις χαμηλής προστιθέμενης αξίας, που ελλείψει ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος καταφεύγουν στη φοροδιαφυγή, στην αδήλωτη και στη φτηνή εργασία.
Χρειάζονται, τέλος, διαρθρωτικές πολιτικές μεταφοράς πόρων προς τους εξωστρεφείς κλάδους της οικονομίας, οι οποίοι παράγουν με στόχο τις εξαγωγές ή την υποκατάσταση εισαγωγών. Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας πρέπει να διαφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού μέσα από πρακτικές μισθολογικών αναπροσαρμογών στα όρια της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων και των αντοχών της οικονομίας, και μέσα από πρακτικές προσέλκυσης και εγκατάστασης μεγάλων διεθνώς ανταγωνιστικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Τέτοιες επιχειρήσεις μπορούν να προσφέρουν ευκαιρίες για την τεχνολογική αναβάθμιση και την αύξηση της εξωστρέφειας μικρότερων ελληνικών μονάδων, μέσω δημιουργίας συστάδων επιχειρήσεων (clusters). Το στοίχημα για τις ελληνικές επιχειρήσεις, γενικότερα, είναι να μεγαλώσουν και να εκσυγχρονισθούν τεχνολογικά και οργανωτικά και αυτό απαιτεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επαφή και διασυνδέσεις με διεθνείς αλυσίδες αξίας. Έτσι μόνο θα μπουν με αξιώσεις στον κόσμο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, που φέρνει αλλαγές, με βασικό επιταχυντή την τεχνολογία, στην οργάνωση της παραγωγής, στην εργασία στα δίκτυα μάρκετινγκ και πωλήσεων, και όχι μόνο. Η τεχνητή νοημοσύνη, η νανοτεχνολογία, η κβαντική μηχανική, η συνθετική βιολογία, η ρομποτική θα φέρουν τα πάνω κάτω στην οικονομία, την εργασία, την κατανάλωση, την λειτουργία του Κράτους. Κανένας κλάδος δεν θα μείνει ανεπηρέαστος από τις νέες ευκαιρίες, νέες ανάγκες, αλλά και νέες συνθήκες και απαιτήσεις στην αγορά εργασίας και το ανθρώπινο δυναμικό. Νέες αβεβαιότητες όπως εμπορικοί, τεχνολογικοί και γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, επιβάλουν την χωρίς καθυστέρηση λήψη διαρθρωτικών μέτρων στήριξης της οικονομίας. Όλοι, με πρώτες τις παραγωγικές επιχειρήσεις, καλούνται να προσαρμοστούν προκειμένου να παραμείνουν στο παιχνίδι των διεθνών συνεργασιών και αλυσίδων αξίας και να συνεχίσουν να παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες, συμβατά με τις ανάγκες της εποχής.
Μ’ αυτά τα δεδομένα, για να μπορέσουμε να εισέλθουμε, αλλά και να παραμείνουμε για σημαντικό χρονικό διάστημα σε αναπτυξιακή τροχιά, πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειες μας για το μετασχηματισμό της ελληνικής βιομηχανίας και τη δημιουργία νέων δεξιοτήτων των εργαζομένων, συμβατών με τις επερχόμενες τεχνολογικές εξελίξεις και τις ανάγκες για μεγαλύτερη εξωστρέφεια του παραγωγικού δυναμικού της χώρας. Είναι μια πρόκληση που απαιτεί συστράτευση και συνεργασία. Μια πρόκληση στην οποία, ούτε το δημόσιο, ούτε ο ιδιωτικός τομέας μπορούν να ανταπεξέλθουν μόνοι. Η συνεργασία είναι επιβεβλημένη και κρίσιμη προϋπόθεση επιτυχίας.
Στον ΣΕΒ πιστεύουμε σε στόχους και στη διαρκή προσπάθεια για την επίτευξή τους. Σε αυτή την κατεύθυνση κλειδί είναι η ανάπτυξη με επίκεντρο τη βιομηχανία προς ένα, φιλόδοξο, αλλά ρεαλιστικό στόχο, την αύξηση της συμμετοχής της στο ΑΕΠ από το 9.6%, στο 12% σε τρία χρόνια και στο 15% μεσοπρόθεσμα. Στην ΕΕ, ο αντίστοιχος στόχος για τη βιομηχανία είναι το 20%. Μια τέτοια εξέλιξη, υπολογίζουμε ότι θα σήμαινε σταδιακή δημιουργία, άμεσα και έμμεσα, 550.000 νέων, ποιοτικών, σταθερών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, αλλά και την ενίσχυση των αντοχών της ελληνικής οικονομίας. Η επίτευξη ενός τέτοιου στόχου προϋποθέτει περισσότερες επενδύσεις προστιθέμενης αξίας, αναπτυξιακή επιτάχυνση, αύξηση της παραγωγικότητας και εδραίωση της αύξησης της απασχόλησης και των μισθών σε μόνιμη βάση. Γι’ αυτό και ένα θετικό, φιλοεπιχειρηματικό κλίμα μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ως πολλαπλασιαστής.