“Να ξεριζώσουμε την ανασφάλεια από την Ελλάδα”, Συνέντευξη του Προέδρου του ΣΕΒ κ. Θ. Φέσσα στην RealNews
Το τελευταίο διάστημα επενδυτές δηλώνουν ότι θα εγκαταλείψουν τα επενδυτικά τους σχέδια στην Ελλάδα. Μήπως πιέζουν την κυβέρνηση για να πάρουν τα αυτονόητα και τα συμφωνημένα; Πως κρίνετε το γεγονός αυτό;
Βασικό κίνητρο για την πραγματοποίηση μιας επένδυσης, που θα προσφέρει θέσεις εργασίας και ανάπτυξη, είναι η κερδοφορία. Συνεπώς όταν οι επενδυτές βλέπουν να αλλάζουν βασικές προδιαγραφές του επιχειρηματικού τους σχεδίου, λόγω κάποιας κυβερνητικής ή υπουργικής αλλαγής, ή εξαιτίας αδικαιολόγητων γραφειοκρατικών καθυστερήσεων, αντιδρούν και αρνούνται να αναλάβουν έναν επιπλέον κίνδυνο, που οφείλεται στο ρευστό περιβάλλον. Αυτή την ανασφάλεια πρέπει να ξεριζώσουμε από την Ελλάδα και να εγγυηθούμε συνέχεια στη διοίκηση, γρήγορες αποφάσεις και τήρηση των συμφωνιών, ώστε να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον ελκυστικό στις επενδύσεις.
Εκτιμώ συνεπώς ότι οι περισσότεροι επενδυτές «πιέζουν» προκειμένου να τηρηθούν οι όροι των συμφωνηθέντων για την επένδυσή τους, παρά ότι είναι αποφασισμένοι να φύγουν.
Στη χώρα μας στα χρόνια της κρίσης, περιμένουμε τις ξένες επενδύσεις για να εξέλθει η οικονομία από το τούνελ της ύφεσης. Οι Έλληνες βιομήχανοι επενδύουν; Δεν θα πρέπει πρώτα οι Έλληνες επιχειρηματίες να στείλουν ένα σήμα εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία προς τους ξένους επενδυτές; Πρόεδρε, το τελευταίο διάστημα έχετε ενημερωθεί από Έλληνες επιχειρηματίες για συγκεκριμένες επενδύσεις σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας;
Οι επενδύσεις έχουν μειωθεί σημαντικά στη διάρκεια της κρίσης από 22% του ΑΕΠ σε 9% του ΑΕΠ. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν πολλές δημόσιες επενδύσεις ενώ έχουν επίσης «παγώσει» η οικοδομή και τα κατασκευαστικά έργα, ένα μεγάλο μέρος των επενδύσεων γίνεται από Έλληνες επιχειρηματίες και βιομήχανους. Μόνο τα μέλη του ΣΕΒ συνεισφέρουν κατά 65% στις επιχειρηματικές επενδύσεις, ετησίως, περίπου 5,5 δις από τα συνολικά 8,5 δις ευρώ. Δεν γίνονται βεβαίως οι επενδύσεις στο ρυθμό που γίνονταν στο παρελθόν. Σ΄ αυτό συντελούν διάφοροι παράγοντες, όπως η πτώση της εσωτερικής ζήτησης, το κόστος της χρηματοδότησης και της ενέργειας, οι δυσκολίες αδειοδότησης, η αβεβαιότητα για το μέλλον. Όλοι αυτοί οι παράγοντες αναστέλλουν την επενδυτική διάθεση. Δεν έχουν πάψει όμως να συντηρούνται οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις και να κτίζονται καινούργιες. Θεωρώ ότι τόσο στον τουρισμό όσο και στη βιομηχανία υπάρχει αρκετή επενδυτική δραστηριότητα. Και στην πρωτογενή παραγωγή υπάρχουν επενδύσεις, δυστυχώς όμως όλα αυτά δεν επαρκούν για να καλύψουν το κενό που άφησε το επενδυτικό μπουμ των κατασκευών, γι΄ αυτό και πρέπει να ενθαρρύνουμε τις μεγάλες ξένες επενδύσεις.
Το τελευταίο δίμηνο, τρίμηνο βλέπετε να βελτιώνεται το επενδυτικό κλίμα;
Με το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης υπήρξε μια θετική διάθεση από Έλληνες και ξένους, να ξαναδούν τα επενδυτικά τους σχέδια και να τα επιταχύνουν. Αυτό δηλώνει το εξής: ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις προσφέροντας πολλές επενδυτικές ευκαιρίες. Συνεπώς, μια ομαλή πολιτική κατάσταση -με προβλέψιμη οικονομική πολιτική- και μια φιλοεπιχειρηματική διοίκηση, η οποία να βοηθά και να μη φρενάρει τις όποιες πρωτοβουλίες, είναι η μοναδική συνταγή για την ενίσχυση των επενδύσεων.
Δηλαδή με το κλείσιμο της 3ης αξιολόγησης πιστεύετε ότι υπάρχει κάποιες επενδύσεις, οι οποίες είναι stand by και θα ξεκινήσουν;
Είμαι βέβαιος. Διάθεση υπάρχει, τα χρήματα υπάρχουν, άρα η 3η αξιολόγηση πρέπει να κλείσει το συντομότερο δυνατό. Αυτό που είπε κάποτε ο Ντράγκι αναφερόμενος στη σταθερότητα του ευρώ “whatever it takes” (θα κάνω ότι χρειάζεται), νομίζω ότι πρέπει να ειπωθεί και από την κυβέρνηση για το κλείσιμο της 3ης αξιολόγησης.
Μιλάτε με την κυβέρνηση για θέματα βιομηχανικής πολιτικής; Υπάρχουν νομοθετήματα ή πρωτοβουλίες για την αναδιάταξη της βιομηχανικής πολιτικής της χώρας;
Θα ήταν ευχής έργο μια πιο σταθερή και ποιοτική επικοινωνία με την κυβέρνηση γύρω από τα ζητήματα της βιομηχανίας, ειδικά τώρα που υπάρχει σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια νέα βιομηχανική πολιτική. Δεν επιτρέπεται να χαθεί άλλη μια ευκαιρία. Οι επαφές που γίνονται σήμερα είναι σποραδικές και συνήθως χωρίς follow up από την πλευρά της πολιτείας. Ένα εθνικό συμβούλιο ανταγωνιστικότητας, που θα ασχοληθεί μεταξύ άλλων και με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, με ενεργό συμμετοχή και του ΣΕΒ είναι αναγκαίο. Υπάρχουν αρκετά σοβαρά ζητήματα για την εγχώρια βιομηχανία, όπως είναι π.χ. το κόστος ενέργειας και το άνοιγμα που πρέπει να γίνει στην αγορά, για να διασυνδεθούμε με τα ευρωπαϊκά δίκτυα, ώστε να προμηθευόμαστε φθηνότερη ενέργεια.
Και βέβαια δεν λύνουν όλα τα θέματα οι νόμοι. Οπωσδήποτε σε πολλές περιπτώσεις χρειάζεται να διορθωθούν διάφορες διατάξεις, αλλά οι λύσεις δίνονται μέσω ειλικρινούς και αποτελεσματικού διαλόγου, μεταξύ πολιτείας και φορέων των επιχειρήσεων
Οι μισθοί έχουν μειωθεί σημαντικά, αλλά όχι οι τιμές των προϊόντων. Πού οφείλεται το γεγονός αυτό; Οι μισθοί έχουν μειωθεί σημαντικά στα χρόνια της κρίσης. Ωστόσο οι τιμές των προϊόντων παραμένουν σε επίπεδα προ κρίσης. Δεν θα πρέπει να υπάρξει ανάλογη μείωση και στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών;
Το ότι δε μειώνονται οι τιμές οφείλεται κυρίως στην υπερφορολόγηση, στην άνοδο των έμμεσων φόρων, ΦΠΑ, των ειδικών φόρων στον καπνό, στα ποτά, κ.λ.π. δεδομένου ότι οτιδήποτε αφορά στην κατανάλωση έχει επιβαρυνθεί με έμμεσους φόρους. Ταυτόχρονα, το διαθέσιμο εισόδημα όλων μας έχει περιορισθεί λόγω των άμεσων φόρων. Δημιουργείται λοιπόν ένα καθοδικό σπιράλ, το οποίο εκ των πραγμάτων προκαλεί ασφυξία στους πολίτες αλλά και παράπλευρες απώλειες, όπως είναι η έξαρση της φοροδιαφυγής.
Το μεγάλο πρόβλημα της χρηματοδότησης για τις ελληνικές βιομηχανίες και το κόστος χρήματος πως το αντιμετωπίζετε με τις τράπεζες κλειστές; Πως ξεπερνούν το πρόβλημα της ανεπάρκειας της χρηματοδότησης οι ελληνικές βιομηχανίες; Τι πρέπει να γίνει για να ξεκινήσει η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων;
Το πρόβλημα της χρηματοδότησης είναι αλληλένδετο με το πρόβλημα των κόκκινων δανείων. Ποιους χρηματοδοτούν σήμερα οι τράπεζες; Τους αξιόχρεους πελάτες τους. Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί είναι λίγοι, καθώς πολλές επιχειρήσεις έχουν έκθεση σε προβληματικά δάνεια.
Οι τράπεζες λοιπόν έχουν ρευστότητα, απλώς έχουν εκτεθεί σε τόσα πολλά κόκκινα δάνεια ώστε να μην δίνουν εύκολα χρήματα, γιατί «όποιος καεί στον χυλό φυσάει και το γιαούρτι». Ταυτόχρονα έχουν μεγάλο κόστος λειτουργίας, και λόγω των προβλέψεων και διαγραφών των κόκκινων δανείων, με αποτέλεσμα το κόστος του χρήματος για μια ελληνική επιχείρηση συγκρινόμενο με το αντίστοιχό κόστος της γερμανικής, ιταλικής ακόμα και βουλγάρικης, κ.λ.π να είναι δυσανάλογα υψηλό. Δηλαδή, όταν κάποια ελληνική επιχείρηση πληρώνει επιτόκια της τάξης του 6 ή 7 ή 8 % η αντίστοιχη γερμανική πληρώνει 1,5-2%. Προφανώς με τον τρόπο αυτό μειώνεται η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής επιχείρησης.
Πιστεύετε πως προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να μειωθούν τα κόκκινα δάνεια ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη ρευστότητα; Η μείωση των κόκκινων δανείων πρέπει να είναι πρωταρχικό μέλημα των τραπεζών και συνεπώς του οικονομικού επιτελείου;
Νομίζω ότι είναι εκ των ων ουκ άνευ. Πρέπει να γίνει ένα ξεκαθάρισμα γενικώς εάν θέλουμε να έχουμε ένα υγιές τραπεζικό σύστημα, άρα μια υγιή οικονομία, γιατί δεν υπάρχει οικονομία χωρίς τραπεζικό σύστημα. Πρέπει να καθαρίσουν τα κόκκινα δάνεια πάση θυσία. Ο τρόπος είναι το ζητούμενο, η απόφαση έχει ληφθεί προ πολλού και η πίεση προς αυτή την κατεύθυνση ενισχύεται Θεωρώ ότι το 2018 είναι πολύ κρίσιμη χρονιά για την εκκαθάριση των κόκκινων δανείων!
Ποια είναι η εκτίμηση σας για το έγκυρο κλείσιμο της 3ης αξιολόγησης, δεδομένου ότι περιέχει και σημαντικά εργασιακά θέματα;
Σας είπα για την 3η αξιολόγηση: η κυβέρνηση πρέπει να κάνει ότι χρειάζεται… “whatever it takes”. Στα εργασιακά π.χ. προωθούνται ρυθμίσεις κοινής λογικής που ισχύουν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Νομίζω ότι ο κόσμος της εργασίας θα ωφεληθεί έχοντας ένα σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η επιστροφή στο 2009, που κάποιοι οραματίζονται, είναι εκτός πραγματικότητας και προβληματική ειδικά για τα πιο αδύναμα τμήματα του πληθυσμού, όπως είναι οι νέοι και οι γυναίκες, που διαχρονικά αντιμετωπίζουν υψηλά επίπεδα διαρθρωτικής ανεργίας. Περιττά εμπόδια στις επιχειρήσεις δημιουργούν αντικίνητρα για νέες θέσεις απασχόλησης και δεν συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση της ανεργίας. Το κεκτημένο των εργασιακών ρυθμίσεων των τελευταίων χρόνων πρέπει να διατηρηθεί και μετά το 2018, αν στόχος μας είναι μια δυναμική και βιώσιμη ανάπτυξη. Άλλωστε βλέπουμε ότι και σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία π.χ., προς την ίδια κατεύθυνση βαδίζει, με πρωτοβουλία του Προέδρου Μακρόν.
Όλα αυτά θα τα συζητήσουμε και στις 24 Οκτωβρίου που οργανώνουμε ένα συνέδριο με τίτλο «Το μέλλον της εργασίας μετά το Μνημόνιο», με τη συμμετοχή όλων των κοινωνικών εταίρων.