Ο κατώτατος νομοθετημένος μισθός – Ένα παράδειγμα προβληματικής νομοθέτησης
Ευφροσύνη Δαγλαρίδου
Γενική Διευθύντρια, Σύνδεσμος Βιομηχανικών Θεσσαλίας και Κεντρικής Ελλάδος
Το θεσμικό πλαίσιο διαμόρφωσης των κατώτατων αποδοχών στην Ελλάδα, διαφοροποιήθηκε καθοριστικά από τους πρώτους ήδη μήνες του 2012, όταν κατά τη διάρκεια της υπογραφής των Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης της Ελλάδας αλλά και της Έγκρισης του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 – 2016, θεσπίστηκε ένα νέος τρόπος προσδιορισμού και διαμόρφωσης των κατώτατων αποδοχών. Από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, μεταξύ των εργοδοτών και των εργαζομένων, για την συνομολόγηση της ΕΓΣΣΕ, η διαμόρφωση των κατώτατων αποδοχών των εργαζομένων, ανήκει πλέον στην κυβερνητική αρμοδιότητα και δικαιοδοσία.
Αυτό ορίζει σαφώς το άρθρο 103 του Ν. 4172/2013, σύμφωνα με το οποίο, η Κυβέρνηση, κατόπιν διαβουλεύσεων με τους Κοινωνικούς Εταίρους, υπό την τεχνική και επιστημονική υποστήριξη εξειδικευμένων επιστημόνων, ερευνητικών φορέων και εμπειρογνωμόνων, αποφασίζει τελικά για τη διαμόρφωση του ύψους των κατώτατων αποδοχών, των εργαζομένων, των οποίων οι αποδοχές δεν ρυθμίζονται από συλλογική ρύθμιση και νομοθετεί λαμβάνοντας υπόψη την προσθήκη της διάταξης της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου ΙΑ6 του πρώτου άρθρου του Ν. 4254/2014, η οποία καθόρισε περαιτέρω με απόλυτη σαφήνεια, ότι ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός ορίζεται πλέον ως «μία μοναδική αξία (ποσό) αναφοράς». Για το 2019, η υπ΄ αριθμ. 4241/127/30.1.2019 εκδοθείσα Υπουργική Απόφαση, η οποία σαφώς παρέπεμψε στο άρθρο 103 του Ν. 4172/2013, όπως ισχύει σήμερα, καθόρισε μόνο, ως εκ του νόμου, όφειλε, τις κατώτατες νομοθετημένες αποδοχές των υπαλλήλων και των εργατοτεχνιτών, από 1ης Φεβρουαρίου 2019, εισάγοντας «μία μοναδική αξία (ποσό) αναφοράς», και προσδιορίζοντας αυτές, για μεν τους υπαλλήλους στο ύψος των 650,00 € για δε τους εργατοτεχνίτες στο ύψος των 29,04 €.
Ωστόσο, στη συνέχεια, με την υπ΄ αριθμ. 7631/395/18.2.2019, διευκρινιστική εγκύκλιο, το Υπουργείο Εργασίας, επαναπροσδιόρισε την διαμόρφωση του ύψους των κατώτατων αποδοχών των εργαζομένων, καθώς σε αυτή την εγκύκλιο, συμπεριέλαβε πίνακες αποδοχών που περιείχαν επιδόματα τριετιών, τα οποία, ωστόσο, δεν αποτελούν πλέον μέρος των νόμιμων κατώτατων αποδοχών, σύμφωνα με όλα όσα ορίζει το πλαίσιο νομοθέτησης των κατώτατων αποδοχών.
Δηλαδή, με ένα ερμηνευτικό κείμενο, χαμηλής τυπικής ισχύος, στην πράξη υπήρξε νομοθέτηση, δηλαδή εισαγωγή κανονιστικών ρυθμίσεων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη τόσο η πρωτογενής νομοθεσία, (άρθρο 103 του Ν. 4172/2013 και άρθρο πρώτο υποπαρ. ΙΑ6, περ. 2 του Ν. 4254/2014), με την οποία εισάγεται η έννοια της μοναδικής αξίας αναφοράς, αλλά και η δευτερογενής νομοθεσία, ( 4241/127/30.1.2019 ΥΑ), με την οποία νομοθετείται μόνο η αύξηση των κατώτατων αποδοχών, από 1/2/2019. Υπήρξε επίσης παράβλεψη του γράμματος και του πνεύματος του νομοθέτη, περί της «μιας μοναδικής αξίας (ποσού) αναφοράς», όπως α) αποτυπώθηκε στο κείμενο του σχεδίου νόμου, στη συνοδευτική εισηγητική έκθεση, μέσω της οποίας αναλύονται οι προθέσεις του νομοθέτη και η στόχευση των προτεινόμενων ρυθμίσεων, β) ειδικά επισημάνθηκε από την συνοδευτική του σχεδίου νόμου Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, με ειδική αναφορά ότι «… με σκοπό ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός και το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο, όταν αυτά ορισθούν, να μην περιλαμβάνουν παρά ένα ενιαίο ποσόν, το οποίο δεν θα είναι συνάρτηση άλλων παραγόντων (πχ προϋπηρεσίας, ….)…».