Ο Ν. 5090/2024 και οι επιχειρήσεις
Ηλίας Γ. Αναγνωστόπουλος
Πρόεδρος Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων
Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Αθηνών
Άρθρο στο Μηνιαίο Ενημερωτικό Δελτίο ΣΕΒ – Ρυθμιστικό Περιβάλλον και Επιχειρήσεις – 29 Μαρτίου 2024
Ο Ν. 5090/2024 τροποποίησε μέγα αριθμό διατάξεων του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ) και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ). Σκοπός της εκτεταμένης επέμβασης στα δύο βασικά ποινικά νομοθετικά κείμενα είναι, σύμφωνα με τις επίσημες διακηρύξεις, ο τερματισμός της διάχυτης «ατιμωρησίας», ιδίως σε σχέση με την εγκληματικότητα μικρής και μεσαίας βαρύτητας, καθώς και η επιτάχυνση της βραδύποδος ποινικής δικαιοσύνης.
Για όσους διοικούν ή κατέχουν θέσεις ευθύνης σε επιχειρήσεις σημαντική είναι η κλιμάκωση των ποινών και ο παράλληλος δραστικός περιορισμός της δυνατότητας αναστολής της εκτέλεσής τους. Η αναστολή απαγορεύεται (από 1.5.2024) για ποινές που υπερβαίνουν το ένα έτος (αντί του ισχύοντος ορίου των τριών ετών), ενώ οι ποινές έως δύο έτη μπορούν να μετατραπούν σε χρήμα ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Όλες οι ποινές που υπερβαίνουν τα δύο έτη θα εκτίονται υποχρεωτικά (τουλάχιστον κατά ένα μέρος) εντός της φυλακής.
Υπό το νέο καθεστώς είναι προφανές ότι οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων ενδέχεται να οδηγηθούν στην φυλακή για πλημμελήματα εξ αμελείας, όπως π.χ. η ανθρωποκτονία εξ αμελείας (φυλάκιση 2 έως 5 ετών) ή η βαριά σωματική βλάβη εξ αμελείας (φυλάκιση έως 3 έτη), ή γενικότερα ήσσονος απαξίας, όπως η μη καταβολή χρεών άνω των 200.000€ προς το Δημόσιο (φυλάκιση 3 έως 5 ετών).
Ο Ν. 5090/2024 κατήργησε εξ άλλου την κατ’ έγκληση δίωξη της απιστίας άνω των 120.000€ εις βάρος φορέων του χρηματοπιστωτικού τομέα, η οποία από 1.7.2024 θα διώκεται αυτεπαγγέλτως. Στο παρελθόν η αυτεπάγγελτη δίωξη της εν λόγω μορφής απιστίας είχε προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην λειτουργία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στους τομείς των δανειοδοτήσεων, των εξαγορών και άλλους, λόγος για τον οποίον ο Ν. 4637/2019 είχε εισαγάγει την κατ’ έγκληση δίωξή της. Με την επαναφορά του παλαιού καθεστώτος είναι λίαν πιθανό να αναβιώσουν τα προβλήματα του παρελθόντος και να στερηθούν οι χρηματοπιστωτικοί φορείς την αναγκαία ευελιξία σε κρίσιμους τομείς της δραστηριότητάς τους.
Σημαντική είναι, επίσης, η εισαγωγή μιας οιονεί ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων σε περιπτώσεις πράξεων δωροδοκίας με το άρθρο 134 του Ν. 5090/2024. Σύμφωνα με αυτό, αν η δωροδοκία «τελείται προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου» επιβάλλεται στο τελευταίο πρόστιμο από 50.000 έως 10.000.000€. Το πρόστιμο μπορεί να φτάσει μέχρι το διπλάσιο των προ φόρων ετησίων καθαρών κερδών του νομικού προσώπου, αν το ποσό αυτό υπερβαίνει τα δέκα εκατομμύρια ευρώ. Εκτός από το πρόστιμο, μπορεί να επιβληθούν οριστική ή προσωρινή ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας ή απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οι κυρώσεις αυτές μάλιστα δεν προϋποθέτουν την καταδίκη κάποιου φυσικού προσώπου για δωροδοκία.
Ανάλογες διοικητικές κυρώσεις εις βάρος των νομικών προσώπων προβλέπονται στο άρθρο 135 για πράξεις νομιμοποίησης εσόδων εγκληματικής δραστηριότητας που τελούνται «προς όφελος ή για λογαριασμό» τους.
Στο πεδίο του δικονομικού δικαίου ο νέος νόμος διευρύνει σημαντικά την αρμοδιότητα των μονομελών δικαστηρίων για πλημμελήματα και κακουργήματα, ενώ συρρικνώνεται η ποινική προδικασία και οι εγγυήσεις υπέρ των κατηγορουμένων χάριν της ταχύτερης παραπομπής των υποθέσεων στο ακροατήριο.
Η εφαρμογή του νέου νομοθετήματος θα δείξει αν οι διακηρυσσόμενοι στόχοι του θα επιτευχθούν. Η ασυνήθιστα οξεία κριτική που ασκήθηκε από έγκυρους επιστημονικούς και επαγγελματικούς φορείς κατά την δημόσια διαβούλευση του νομοσχεδίου, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως τιμωρητικό, οπισθοδρομικό και αντιπαραγωγικό, δεν επιτρέπει πάντως ιδιαίτερη αισιοδοξία για το μέλλον του.