Οι αντιδράσεις της αγοράς εργασίας για την αύξηση του κατώτατου μισθού
Νινέττα Μανούση
Advisor Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας, ΣΕΒ
Από την 1η Φεβρουαρίου 2019, η υπ’ αριθμ. 4241/127/30-1-2019 Υπουργική Απόφαση (ΥΑ) αύξησε το ύψος του κατώτατου μισθού καθώς και του κατώτατου ημερομισθίου των εργαζομένων, που απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Συγκεκριμένα, με την ΥΑ τροποποιείται η διάταξη της παρ. ΙΑ.10 περ.3 του Ν. 4093/2012 και ορίζεται ο κατώτατος μισθός των υπαλλήλων στα 650€ και κατώτατο ημερομίσθιο στα 29,04€, αύξηση που αγγίζει το 10,9%. Με τη εν λόγω ΥΑ, τα νέα αυτά κατώτατα όρια ισχύουν για όλους τους εργαζομένους ανεξαρτήτως ηλικίας, καταργώντας με αυτόν τον τρόπο τον υπο-κατώτατο μισθό.
Ο ΣΕΒ έχει διαχρονικά ταχθεί υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις εκάστοτε συνθήκες αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εγχώριας οικονομίας. Βασικό γνώρισμα της εγχώριας οικονομίας είναι ότι το 99,9% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων χαρακτηρίζονται, βάσει του ευρωπαϊκού ορισμού, ως ΜμΕ ενώ καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων και κλάδων. Επιπλέον, ο ΣΕΒ είχε επανειλημμένως τονίσει ότι το ύψος του κατώτατου μισθού, που η εγχώρια οικονομία μπορεί να αντέξει θα πρέπει να συνδεθεί με ποικίλους παράγοντες όπως η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα, το ύψος της ανεργίας αλλά και το ύψος της αδήλωτης εργασίας.
Έχοντας τα προαναφερόμενα ως βάση, η αύξηση του κατώτατου μισθού, από την 1η Φεβρουαρίου 2019 συνάγεται ότι έχει επηρεάσει αρνητικά ένα σημαντικό ποσοστό της επιχειρηματικότητας. Οι πρώτοι που πλήττονται από ένα θεσμικό πλαίσιο που είναι άκαμπτο και επιβάλλει αμοιβές τις οποίες δεν δικαιολογεί η παραγωγικότητα, είναι οι επιχειρήσεις με μικρότερες αντοχές και στις οποίες το μισθολογικό, αλλά και μη μισθολογικό κόστος, αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών τους. Οι επιχειρήσεις δηλαδή κλήθηκαν να απορροφήσουν εκ νέου την αύξηση του μισθολογικού κόστους, χωρίς όμως αντίστοιχα να υπάρχει μείωση της φορολογίας της εργασίας ή και συγκράτηση του μη μισθολογικού κόστους με τη μείωση των εισφορών.
Την νέα αυτή πραγματικότητα στην αγορά εργασίας επιβεβαιώνουν και οι αριθμοί. Τα πρόσφατα δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία του ΕΦΚΑ αντικατοπτρίζουν μια σημαντική μείωση στα έσοδα του οργανισμού της τάξεως του 20%, για τον Απρίλιο του 2019 σε σχέση με τα αντίστοιχα στοιχεία του Φεβρουαρίου του 2019. Τα στοιχεία αυτά κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ως προς το δημοσιονομικό κενό. Υπάρχει όμως και αιτιώδης συνάφεια στον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε η αγορά εργασίας στην αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ παρατηρήθηκε αύξηση των προσλήψεων μισθωτών για τον Απρίλιο 2019 αλλά παράλληλα καταγράφεται σημαντική μείωση στα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές.
Η επιβολή αύξησης του κατώτατου μισθού ενδεχομένως να ενισχύει τα κίνητρα για αδήλωτη ή και ημιδηλωμένη εργασία, σε επιχειρήσεις που βρίσκονται οριακή κατάσταση βιωσιμότητας και διατήρησης των θέσεων εργασίας. Αυτό συμβαίνει καθώς σε πολλές περιπτώσεις η αποφυγή της μη ανταποδοτικής μη μισθολογικής επιβάρυνσης μέσω της ατυπίας αποτελεί προϋπόθεση επιβίωσης.
Η αδήλωτη εργασία έχει σοβαρές επιπτώσεις στους εργαζόμενους, οι οποίοι εγκλωβίζονται σε ένα καθεστώς χαμηλών αποδοχών και επαγγελματικών προοπτικών, χάνοντας την προστασία της Πολιτείας και την πρόσβαση σε κρίσιμες υπηρεσίες που παρέχει το κοινωνικό κράτος, όπως ενδεικτικά την υγειονομική και συνταξιοδοτική κάλυψη. Επιπλέον, διαβρώνει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς της χώρας, στρέφει την οικονομία σε χαμηλής προστιθέμενης αξίας δραστηριότητες και συχνά εγκλωβίζει τις ίδιες τις επιχειρήσεις σε μικρά, μη παραγωγικά εταιρικά σχήματα.