Οι βιομηχανίες που πρωτοπορούν στην αειφορία
Τοποθέτηση κ. Κ. Κωνσταντίνου, Γεν. Διευθυντή Συμβουλίου ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, στο αφιέρωμα του περιοδικού Manufacturing, Απρίλιος 2021
· Πόσο σημαντικό είναι για την ελληνική βιομηχανία ένα συντονισμένο πλάνο για τη βιώσιμη ανάπτυξη;
Η Πράσινη Συμφωνία δίνει ήδη σήμερα τον τόνο στην διαμόρφωση των πολιτικών και αποτελεί τον κοινό χάρτη πορείας προς το μέλλον για όλους. O κεντρικός στόχος να καταστεί η Ευρώπη η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος μέχρι το 2050, συνδέεται δομικά με την δίκαιη μετάβαση, ώστε να μην μείνει πίσω κανένα μέρος της κοινωνίας. Επίσης, συνοδεύεται από ένα επενδυτικό σχέδιο συνολικής μόχλευσης κεφαλαίων ύψους τουλάχιστον €1 τρισ. για την επόμενη δεκαετία, αποτελώντας συνεπώς ένα πλήρες πλαίσιο βιώσιμης ανάπτυξης. Με την Πράσινη Συμφωνία η Ευρώπη να συνεχίζει να πρωτοπορεί στην αντιμετώπιση της απειλής της κλιματικής αλλαγής παγκοσμίως , σε συνθήκες μάλιστα διευρυμένης αβεβαιότητας και οικονομικής ύφεσης, καθώς η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης από την πανδημία καθίσταται πρώτη προτεραιότητα.
Η υιοθέτηση του ευρωπαϊκού στόχου μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55%, έναντι 40% μέχρι το 2030, όπως ίσχυε πριν, που αποφασίστηκε τον προηγούμενο Δεκέμβριο, επιτείνει και στην χώρα μας την ανάγκη συντονισμένων δράσεων προς διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων κατά την μετάβαση στην “πράσινη” ανάπτυξη.
Για την ελληνική βιομηχανία, μια από τις μεγάλες προκλήσεις είναι ο κίνδυνος διαρροής άνθρακα. Δηλαδή η μεταφορά μονάδων παραγωγής εκτός Ευρώπης. Ο κίνδυνος αυτός είναι αφενός υπαρκτός και αφετέρου θα εντείνεται όσο θα αυξάνεται η διαφορά της κλιματικής φιλοδοξίας, άρα και των απαιτήσεων για επενδύσεις, έναντι ανταγωνιστικών οικονομιών χωρίς αντίστοιχες δεσμεύσεις.
Παράλληλα, κρίσιμα ζητήματα, που θα επηρεάσουν συνολικά την ανταγωνιστικότητα είναι η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, η επάρκεια και σε ανταγωνιστικό κόστος ενεργειακού μίγματος χαμηλού αποτυπώματος σε άνθρακα, η μετάβαση στην κυκλική οικονομία, και η υιοθέτηση των απαραίτητων «πράσινων» τεχνολογιών σε μεγάλη κλίμακα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ε.Ε., οι ετήσιες επενδύσεις στο ενεργειακό σύστημα θα πρέπει να είναι περίπου €350 δισ. υψηλότερες κατά την επόμενη δεκαετία (2021-2030) σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία (2011-2020), καθιστώντας προφανή την ανάγκη χρηματοδότησης, ώστε να υλοποιηθούν από τις επιχειρήσεις οι απαραίτητες επενδύσεις.
Η Ελλάδα την επόμενη δεκαετία αναμένεται να λάβει συνολικούς πόρους από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. ύψους €72 δισ. , εκ των οποίων τα €32 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η αξιοποίηση των πόρων αυτών προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία για την χώρα ώστε να επιταχυνθεί η μετάβαση από την ύφεση της πανδημίας στην ανάπτυξη. Από τα €32 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης, περίπου €12 δισ. θα διατεθούν για την «πράσινη» ανάπτυξη και είναι σημαντικό να επιτευχθεί ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στην απορρόφηση των πόρων αυτών. Προϋπόθεση αποτελεί ο σωστός σχεδιασμός, η άρση γραφειοκρατικών εμποδίων και ο εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου, όπου απαιτείται.
· Ποιες πρωτοβουλίες μπορούν να λειτουργήσουν ως εφαλτήριο για τη βιώσιμη ανάπτυξη;
Η κυκλική οικονομία, η διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα, η ενεργειακή αποδοτικότητα των κτιρίων και η ηλεκτροκίνηση αποτελούν παράλληλα πεδία ευκαιριών για ανάληψη δράσης ιδιαίτερης προστιθέμενης αξίας στη βιώσιμη ανάπτυξη.
Το 2050, με τον παγκόσμιο πληθυσμό να πλησιάζει τότε τα 9,7 δισ., η συντήρηση του σύγχρονου τρόπου ζωής ως έχει, θα απαιτεί την κατανάλωση σχεδόν τριών πλανητών σε φυσικούς πόρους. Η κυκλική οικονομία πρέπει να αξιοποιηθεί ως το σύγχρονο οικονομικό μοντέλο της χώρας για την προσέλκυση επενδύσεων, την ανάπτυξη της αγοράς, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας, τη βελτίωση της εφοδιαστικής αλυσίδας και την παραγωγή αξίας για περιβάλλον και κοινωνία. Η αποδοτική αξιοποίηση και επαναχρησιμοποίηση των πόρων, η επιμήκυνση του κύκλου ζωής προϊόντων και υλικών και η δημιουργία λιγότερων -αλλά με μεγαλύτερη αξία- αποβλήτων γίνεται συνεχώς πιο επιτακτική για τις επιχειρήσεις.
Παράλληλα, η μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της χώρας αποτελεί ανάγκη για την μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος από την παραγωγή ενέργειας. Για να επιτευχθεί ο εθνικός στόχος αύξησης του μεριδίου των ΑΠΕ σε 35% στην τελική κατανάλωση ενέργειας, είναι αναγκαία η ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού καθώς και η επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης που παραμένουν ιδιαίτερα χρονοβόρες.
Σχετικά με τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων αξίζει να σημειωθεί ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στα κτίρια αναλογεί το 40% της κατανάλωσης ενέργειας και περισσότερο από το 1/3 των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Για τον λόγο αυτό, η Ε.Ε. έχει εκπονήσει τη στρατηγική «Κύμα Ανακαινίσεων», δεσμεύοντας πόρους για την υλοποίησή της, τόσο από το Ταμείο Ανάκαμψης, όσο και από τα λοιπά μέσα χρηματοδότησης του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου. Ήδη, η Ελλάδα σχεδιάζει να δεσμεύσει πόρους ύψους €2,5 δισ. περίπου από το Ταμείο Ανάκαμψης για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων, ενώ οι πόροι αυτοί αναμένεται να κινητοποιήσουν επιπρόσθετες επενδύσεις ύψους €4,3 δισ.
Οι εγκεκριμένοι Εθνικοί Σχεδιασμοί για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) και για τη Διαχείριση Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) θέτουν φιλόδοξους στόχους εκτιμώντας παράλληλα επενδυτικές ανάγκες της τάξης των €50 δισ. Ταυτόχρονα, μέσω της Εθνικής Στρατηγικής για την Κυκλική Οικονομία, η Ελλάδα προωθεί τις αναγκαίες τομές στον τομέα αυτό, ενώ η νέα Μακροπρόθεσμη Στρατηγική για την Ανακαίνιση του Εθνικού Κτιριακού Αποθέματος στοχεύει στην ενεργειακή αναβάθμιση του 12-15% των κτιρίων. Χρειάζεται να προχωρήσει η υλοποίηση ώστε να μην μείνουν στα χαρτιά οι παραπάνω σχεδιασμοί.