Οι υψηλές προσδοκίες υπάρχουν, απαιτούνται και μέτρα -άρθρο του Επικεφαλής Οικονομολόγου του ΣΕΒ, κ. Μιχάλη Μασουράκη, Τα Νέα του Σαββάτου, 21/12/2019
Σήμερα έξι μήνες μετά την κυβερνητική αλλαγή, και μετά από έναν καταιγισμό μέτρων πολιτικής και πρωτοβουλιών για προώθηση επενδυτικών έργων που λίμναζαν, διαμορφώνεται σταδιακά μια νέα και σαφώς αναβαθμισμένη αναπτυξιακή πορεία. Οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αργά ή γρήγορα θα αρχίσουν να ανταποκρίνονται στην αλλαγή της πολιτικής, καθώς οι επενδύσεις απαιτούν μια περίοδο ωρίμανσης. Προφανώς, λοιπόν, θα πάρει κάποιο χρόνο προτού η καταγραφείσα έκρηξη προσδοκιών των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να αποτυπωθεί στην αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, των επενδύσεων, της απασχόλησης και των εισοδημάτων, όταν μάλιστα η διεθνής συγκυρία παραμένει ασθενής. Η τελευταία χαρακτηρίζεται από μεγάλες γεωπολιτικές αβεβαιότητες όσον αφορά στις εμπορικές σχέσεις, σε συνδυασμό με σχετικά έντονες υφεσιακές τάσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία, αν και έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται πρώιμες ενδείξεις ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας και μετριασμού των εμπορικών εντάσεων από το 2020.
Για να γίνουν επενδύσεις, βεβαίως, δεν αρκούν οι υψηλές προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί λόγω της κυβερνητικής αλλαγής. Χρειάζεται πάνω από όλα ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αυτό προϋποθέτει τη διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου εύρυθμης λειτουργίας των αγορών που να προάγει τον ανταγωνισμό και να ελαχιστοποιεί τις στρεβλώσεις, ώστε να διασφαλίζεται η ελάχιστη κερδοφορία των επενδύσεων, σε ανταγωνιστικά με άλλες χώρες επίπεδα. Απαιτείται, επίσης, ένα κράτος-στρατηγείο που να διασφαλίσει, μεταξύ άλλων, την απρόσκοπτη και ταχεία απονομή δικαιοσύνης, τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης χωρίς ασυνέχειες και αδιαφάνειες, την ταχεία μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων με ασφάλεια συναλλαγών, την αποτελεσματική πτωχευτική διαδικασία που να διαφυλάσσει τις θέσεις εργασίας και την αξία του παραγωγικού δυναμικού των υπό αναδιάρθρωση επιχειρήσεων, και την ανταγωνιστική με άλλες χώρες φορολογία των επιχειρήσεων και της εργασίας. Τέλος, η πολιτεία οφείλει να προετοιμάσει τις υποδομές και τον πληθυσμό για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας, καθώς προηγμένες τεχνολογίες της 4ης βιομηχανικής επανάστασης θα ενσωματώνονται στην παραγωγική δομή της χώρας, που απαιτούν και αντίστοιχες δεξιότητες του εργατικού δυναμικού. Στο πλαίσιο αυτό, η αντιστροφή του brain drain προβάλει ως η σωστή πολιτική στην κατάλληλη στιγμή.
Σε κάθε περίπτωση, η μείωση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή από 28% σε 24% βελτιώνει τις προοπτικές των επιχειρήσεων για επενδύσεις, που θα ενισχυθούν ακόμη περισσότερο με περαιτέρω μείωση σε 20%, όπως έχει δεσμευθεί η κυβέρνηση. Ωστόσο, επιχειρήσεις έντασης εργασίας και μικρής σχετικά κερδοφορίας, αλλά και οι παραγωγικότεροι εργαζόμενοι, και ιδίως οι σχετικά υψηλόμισθοι, όλων των επιχειρήσεων, θα ωφελούνταν ενδεχομένως περισσότερο κατά περίπτωση από μια περικοπή του μη μισθολογικού κόστους, με σημαντικότερη μείωση των συντελεστών του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων σε όλα τα κλιμάκια, αλλά και των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων. Κάτι τέτοιο θα έδινε κίνητρο στις επιχειρήσεις να αυξήσουν ενδεχομένως τις προσλήψεις, και ίσως εξίσου σημαντικό, να επιβραβεύσουν τους πιο παραγωγικούς εργαζομένους με αυξήσεις μισθών, που θα καταλήγουν, όμως, στην τσέπη των εργαζομένων, και όχι στην εφορία. Τίθεται, λοιπόν, θέμα φοροελαφρύνσεων και συνακόλουθης βελτίωσης του διαθεσίμου εισοδήματος των εργαζομένων εν γένει. Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1 π.μ., από 1/7/2020, και κατά 5 π.μ. συνολικά μέχρι το 2023 όπως έχει ανακοινωθεί, κρίνεται μεν επιβεβλημένη αλλά είναι περιορισμένης αποτελεσματικότητας, καθώς διαχέεται μέσα σε τέσσερα χρόνια και δεν δημιουργεί εμπροσθοβαρές αποτέλεσμα, σήμερα που η ανάγκη για επενδύσεις είναι εντονότερη.
Επιπροσθέτως, η κυβέρνηση πρέπει να ξαναδεί το θέμα των οριζόντιων υπεραποσβέσεων στις επενδύσεις, που συνιστούν μια πιο αποτελεσματική παρέμβαση για την αύξηση των επενδύσεων, καθώς το όφελος δίδεται στην επιχείρηση αφού γίνει η επένδυση και όχι πριν, όπως γίνεται στην περίπτωση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών στα κέρδη των επιχειρήσεων, που στην ουσία δημιουργεί όφελος, ανεξαρτήτως του αν αυτό θα μετατραπεί σε επενδύσεις ή όχι. Κάτι ανάλογο ισχύει και για το μη μισθολογικό κόστος όπου το όφελος από τη μείωσή του είναι περισσότερο συνδεδεμένο με την αύξηση των μισθών και της απασχόλησης, απ’ ότι είναι μια μείωση στους συντελεστές του εταιρικού φόρου. Συνεπώς, θα πρέπει ενδεχομένως το 2020 να επανεξετασθεί το όλο σύστημα παροχής κινήτρων για επενδύσεις, ώστε να γίνει πιο στοχευμένο.