Παραγωγικές συμμαχίες για την απασχόληση και τους μισθούς – Άρθρο του κ. Χρήστου Ιωάννου, Διευθυντή του Τομέα Απασχόλησης & Αγοράς Εργασίας του ΣΕΒ, στο Βήμα της Κυριακής, 9/3/2019
Η Ελληνική οικονομία πέρασε μεν από την μνημονιακή εποπτεία στην ενισχυμένη εποπτεία, αντιμετωπίζει δε κρίσιμες προκλήσεις απασχόλησης, παραγωγής, ανταγωνιστικότητας. Δεν έχει επιστρέψει στα πριν την κρίση επίπεδα προϊόντος, εισοδήματος, απασχόλησης, σε απόκλιση με άλλες χώρες ΕΕ και ευρωζώνης.
Η Ελλάδα ούτε μπορεί, ούτε πρέπει, να προσδοκά να επιστρέψει στο 2008 όσον αφορά την δομή προϊόντος, εισοδήματος και απασχόλησης. Χρειαζόταν, και χρειάζεται, γρήγορο παραγωγικό μετασχηματισμό. Μεταφορά πόρων στις πρωταρχικές πηγές της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης και απασχόλησης, στους κλάδους που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, κυρίως στη μεταποίηση και τις νέες τεχνολογίες. Νέα εισοδήματα, νέες θέσεις εργασίας δεν μπορούν να δημιουργηθούν εκεί που χάθηκαν οι μη βιώσιμες.
Χωρίς προτεραιότητα, ως κοινωνία, ως οικονομία, στην παραγωγή μας και την ανταγωνιστικότητά μας κινδυνεύουμε από κοινωνική υποβάθμιση και περιθωριοποίηση στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Εν μέσω ραγδαίων διεθνών τεχνολογικών και παραγωγικών ανακατατάξεων, ο σημαντικότερος κίνδυνος που ήδη βιώνει η Ελλάδα, είναι ο εγκλωβισμός και η καθήλωση στις χώρες περιορισμένης παραγωγικής βάσης, χαμηλής προστιθέμενης αξίας, χαμηλών ειδικοτήτων και χαμηλών μισθών.
Η Ελλάδα έχει μικρή οικονομία, ανοιχτή ως προς την κίνηση αγαθών λόγω Ενιαίας Αγοράς, με αδύναμη ένταξη σε διεθνείς αλυσίδες αξίες και σημαντική βαρύτητα στην απασχόληση και το ΑΕΠ των διεθνώς μη εμπορεύσιμων κλάδων. Είναι προϋπόθεση σταθερότητας να μετασχηματισθεί σε παραγωγική, εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία.
Η αύξηση της παραγωγικότητας και η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας οδηγεί στην παράλληλη αύξηση των μισθών και σε διανομή στη κοινωνία του «μερίσματος παραγωγικότητας» χωρίς να υπονομευτεί η εγχώρια παραγωγή και η ανάπτυξη.
Το μάθημα της χρεοκοπίας πρέπει να είναι σαφές: Προσπάθεια νομοθέτησης επιστροφής στο παρελθόν, εξόδου από την κρίση, μέσω της πόρτας που μας έβαλε σε αυτή, διατήρησης δομικών αδυναμιών του παρελθόντος, που καθηλώνει εκ νέου την εγχώρια παραγωγική βάση, τον ανταγωνιστικό και βιώσιμο τομέα «διεθνώς εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών, συντηρεί την παραγωγική καθήλωση της χώρας από την οποία δεν κερδίζει κανείς.
Η διαδικασία αύξησης του κατώτατου μισθού εξελίχθηκε σε αυτό το πλαίσιο. Το 77,14% των εργαζόμενων με κατώτατο και υποκατώτατο μισθό απασχολούνται σε πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις. Και σε κλάδους μη εμπορευσίμων διεθνώς. Στις μεσαίες επιχειρήσεις ο λόγος αυτός γίνεται 1 στους 2 και στις μεγάλες επιχειρήσεις 1 στους 10 εργαζόμενους.
Έναντι της παραγωγικής καθήλωσης, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στους κλάδους των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας και ειδικότερα στην μεταποίηση και τις υπηρεσίες τεχνολογίας, ώστε να αποκτήσει νόημα η αδήριτη ανάγκη για παραγωγικό μετασχηματισμό. Οι μισθοί στη μεταποίηση είναι υψηλότεροι κατά 15% του μέσου όρου του συνόλου των κλάδων, οι θέσεις εργασίας είναι κατά κανόνα πλήρους απασχόλησης. Στις τεχνολογίες πληροφορικής ακόμη υψηλότεροι.
Το διαθέσιμο εισόδημα των χαμηλόμισθων εργαζομένων που ελάμβαναν τον κατώτατο μισθό έπρεπε να βελτιωθεί. Για να συμβεί αυτό χωρίς επιπτώσεις στην ανάκαμψη της οικονομίας και της απασχόλησης, ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ήταν, και είναι, επιτακτική ανάγκη:
- Οι μισθολογικές επιλογές να είναι πλησιέστερα στα σημεία ισορροπίας.
- Να μειωθεί η φορολογία της εργασίας.
- Να συγκρατηθεί το μη μισθολογικό κόστος με τη μείωση των εισφορών.
- Να μην επιβραδυνθεί, ούτε να ανακοπεί, η διαδικασία ανάκτησης θέσεων εργασίας.
Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα με μείωση στην φορολογία της εργασίας και μείωση των εισφορών είναι μείζων προτεραιότητα.