Παραγωγική καθήλωση και χαμηλοί μισθοί, Άρθρο κ. Άκη Σκέρτσου, Γενικού Διευθυντή ΣΕΒ, στην Καθημερινή, 25/11/2018
Την περασμένη εβδομάδα ο ΣΕΒ παρουσίασε την “ακτινογραφία” της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα την περίοδο 2014-2017, προχωρώντας σε μιαανάλυση των στοιχείων του ΕΡΓΑΝΗ. Να σημειώσουμε εδώ ότι τα στοιχεία αυτά επιτέλους δόθηκαν από το Υπουργείο Εργασίας στους κοινωνικούς εταίρους στο πλαίσιο της διαβούλευσης για τον κατώτατο μισθό. Πρέπει να αποτελούν “ανοιχτά δεδομένα” ώστε να υπάρχει διαφάνεια γύρω από την πορεία και τις τάσεις στην Ελληνική αγορά εργασίας. Έτσι η χάραξη πολιτικής μπορεί πλέον να υπόκειται στη βάσανο της τεκμηρίωσης αντί να μονοπωλείται από άσκοπες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις που δεν στηρίζονται σε πραγματικά στοιχεία.
Τα κυριότερα συμπεράσματα αυτής της ανάλυσης είναι τα ακόλουθα:
1) Την περίοδο 2014-2017 η πλειονότητα των θέσεων εργασίας δημιουργήθηκε στην εστίαση και το εμπόριο δυστυχώς γύρω από την περιοχή του κατώτατου μισθού. Μάλιστα το συνολικό μερίδιο των θέσεων σε διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους έχει μειωθεί από 21,9% σε 20,6% ενώ των θέσεων σε μη εμπορεύσιμους κλάδους έχει αυξηθεί από 78 σε 79,4%. Τι μας λέει αυτό για την αναγκαία πορεία μετασχηματισμού της οικονομίας προς τα περίφημα tradeables;
2) 1 στους 4 απασχολούμενους πλέον αμείβεται με κατώτατο μισθό. Συνεπώς η συζήτηση για το αν τελικά η επίδραση μιας αύξησης στον κατώτατο αφορά λίγους, ανατρέπεται. Αφορά όλο και περισσότερους. Τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο αν ληφθεί υπόψη ότι η κατανομή όσων λαμβάνουν κατώτατο μισθό ανά μέγεθος επιχείρησης είναι η ακόλουθη: 77% των εργαζομένων σε πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, 1 στους 2 σε μεσαίες επιχειρήσεις και 1 στους 10 σε μεγάλες επιχειρήσεις. Άρα ακραίες διακυμάνσεις στον κατώτατο θα πλήξουν τους “πολύ μικρούς” και τους “μικρούς”, αλλά κατά 50% και τους “μεσαίους”. Αφορούν ελάχιστα τους «μεγάλους», οι οποίοι προφανώς και μπορούν να αντέξουν τέτοιες αυξήσεις. Ποιον στόχο όμως υπηρετεί τελικά μια τέτοια «φιλολαϊκή» πολιτική όταν θέσεις εργασίας σε μικρές επιχειρήσεις κινδυνεύουν να καταστραφούν ή να περάσουν στη ζώνη της παραοικονομίας;
3) Η πορεία των μισθών τα τελευταία χρόνια είναι γενικά πτωτική. Ο μέσος και ο διάμεσος μισθός έχουν μειωθεί από 3 έως 5% (όχι όμως και στον δημόσιο που φαίνεται οτι έχει αυξηθεί κατά 23% -ας είναι καλά η υπερφορολόγηση του ιδιωτικού). Αυτό εξηγείται από την αποχώρηση παλαιών εργαζομένων και την είσοδο νέων με χαμηλότερους μισθούς. Ενδιαφέρον έχει εδώ ότι η μεταποίηση έχει 13% υψηλότερο μέσο μισθό από την υπόλοιπη οικονομία, ενώ η εστίαση 63% και το λιανεμπόριο 23% χαμηλότερους μέσους μισθούς από τον εθνικό μέσο. Γι’ αυτό και η ανάγκη να στηριχθούν περισσότερο οι διεθνώς εμπορεύσιμοι κλάδοι. Πληρώνουν καλύτερα και παρέχουν σταθερές δουλειές.
4) Τα παραπάνω έχουν οδηγήσει σε μείωση της απόστασης που χωρίζει τον κατώτατο από τον διάμεσο μισθό. Πλέον ο κατώτατος είναι στο 72% του εθνικού διάμεσου, πολύ υψηλότερα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι μεταβολές στον κατώτατο μεταφέρονται ευκολότερα στον διάμεσο μισθό της οικονομίας, ο οποίος συνδέεται με την παραγωγικότητα της οικονομίας που παραμένει εξαιρετικά αδύναμη.
5) Και βέβαια ας μην ξεχνάμε ότι σήμερα εργάζεται μόλις το 35% του γενικού πληθυσμού και το 55% του ενεργού πληθυσμού. Παρά την αύξηση των θέσεων εργασίας τα τελευταία 3 χρόνια, η απασχόληση σήμερα παραμένει σε χαμηλότερο επίπεδο από το 2012, όταν σημειώθηκε η κορύφωση της κρίσης στην αγορά εργασίας. Πρακτικά 1 στους 3 δουλεύει και παράγει εισόδημα για όλους τους υπόλοιπους.
Γενικό συμπέρασμα: η αύξηση μισθών θα έρθει από έξω προς τα μέσα. Δηλαδή από την ανάπτυξη των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων της οικονομίας που εκτίθενται στο διεθνή ανταγωνισμό όχι στη βάση του χαμηλού κόστους αλλά στη βάση παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτοί οι κλάδοι για να υπάρχουν στην Ελλάδα απαιτούν ένα διαφορετικό επιχειρηματικό και θεσμικό περιβάλλον από το σημερινό. Όσο δεν εργαζόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο η Ελλάδα θα εγκλωβίζεται στις οικονομίες χαμηλής παραγωγικής βάσης, περιορισμένης καινοτομίας, χαμηλών δεξιοτήτων και χαμηλών μισθών.