Παρεμποδιστικές εμπορικές πρακτικές ηγέτιδων επιχειρήσεων: Κατευθυντήριες γραμμές ΕΕ
Αναστασία Δρίτσα
Partner, Head of Competition & Antitrust Law | eCommerce & digital markets
Δικηγορική Εταιρεία «Κυριακίδης- Γεωργόπουλος»
Άρθρο στο Μηνιαίο Ενημερωτικό Δελτίο ΣΕΒ – Ρυθμιστικό Περιβάλλον και Επιχειρήσεις – 30 Σεπτεμβρίου 2024
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή («Επιτροπή») έθεσε στις 1/8/24 σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο Κατευθυντήριων Γραμμών («Σχέδιο») για την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ στις μονομερείς καταχρηστικές εμπορικές πρακτικές των ηγέτιδων επιχειρήσεων, προσκαλώντας τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλλουν παρατηρήσεις.
Το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, όπως και η αντίστοιχη εθνική διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 3959/2011, απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης από μια ή περισσότερες επιχειρήσεις. Κατά μαχητό τεκμήριο, δεσπόζουσα θέση στην αγορά κατέχει μία επιχείρηση με μερίδιο που υπερβαίνει το 50%. Αξίζει να σημειωθεί ότι η υιοθέτηση ορισμένων συνήθων εμπορικών πρακτικών (όπως η εφαρμογή εκπτώσεων αποκλειστικότητας ή συνδεδεμένων πωλήσεων) ενέχουν αυξημένο κίνδυνο παράβασης των κανόνων του ανταγωνισμού για δεσπόζουσες επιχειρήσεις, ενώ επιτρέπονται άνευ ετέρου όταν υιοθετούνται από μη δεσπόζουσες επιχειρήσεις.
Βασικός στόχος των Κατευθυντήριων Γραμμών, μετά την αναμενόμενη οριστικοποίησή τους εντός του 2025, είναι η διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας, μέσω της ενσωμάτωσης της νομολογίας των Δικαστηρίων της ΕΕ, και η παροχή επιχειρησιακής καθοδήγησης σε εταιρείες που κατέχουν δεσπόζουσα θέση ως μέσο αυτο-αξιολόγησης[1].
Το νέο Σχέδιο Κατευθυντήριων εστιάζει στις παρεμποδιστικές εμπορικές πρακτικές (‘exclusionary practices’)[2] δεσποζουσών επιχειρήσεων και δεν ασχολείται με τις εκμεταλλευτικές πρακτικές (‘exploitative’)[3]. Προκειμένου να θεμελιωθεί μία συμπεριφορά ως καταχρηστική πρακτική, εξετάζεται εάν η υπό κρίση συμπεριφορά (α) αποκλίνει από τον υγιή ανταγωνισμό (‘competition on the merits’) και (β) είναι ικανή να παράγει αποτελέσματα αποκλεισμού.
Competition on the merits
Αναφορικά με την έννοια του «υγιούς ανταγωνισμού», το Σχέδιο περιλαμβάνει ένα πλαίσιο αξιολόγησης για το πότε μία συμπεριφορά αποκλίνει από αυτόν. Αυτό συμβαίνει πάντα στην περίπτωση των απροκάλυπτων περιορισμών (‘naked restrictions’), δηλαδή όταν πρόκειται για συμπεριφορές δεσπόζουσας επιχείρησης που στερούνται οικονομικού συμφέροντος και έχουν ως μοναδικό σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Επιπλέον, για ορισμένους τύπους καταχρηστικών πρακτικών (συγκεκριμένα παροχές/εκπτώσεις αποκλειστικότητας, συνδυασμένη ή/και ομαδοποιημένη πώληση, άρνηση παροχής, ληστρική υποτιμολόγηση, συμπίεση περιθωρίων κέρδους), το Σχέδιο παρέχει συγκεκριμένα πλαίσια ανάλυσης (‘legal tests’) για να διαπιστωθεί η προαναφερθείσα απόκλιση από τον υγιή ανταγωνισμό, ενώ, για άλλες συμπεριφορές, η αξιολόγηση γίνεται επί τη βάσει ενός μη εξαντλητικού καταλόγου παραγόντων που απεικονίζουν τις ανταγωνιστικές τους συνέπειες στην αγορά.
Αποτελέσματα αποκλεισμού
Εφόσον εξαχθεί το συμπέρασμα της απόκλισης από τον υγιή ανταγωνισμό, το Σχέδιο προτείνει την εξέταση του κατά πόσο η εν λόγω συμπεριφορά είναι ικανή να παράγει αποτελέσματα αποκλεισμού, εισάγοντας σχετικά μαχητά τεκμήρια. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται και η βασική καινοτομία του Σχεδίου με την εισαγωγή τριών (3) σχετικών κατηγοριών συμπεριφοράς, κατανέμοντας σε καθεμία εξ αυτών διαφορετικό βάρος απόδειξης, κατ’ εφαρμογή εν πολλοίς -αλλά όχι πάντα- της σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ. Αναλυτικότερα, στην πρώτη κατηγορία, η οποία αποτελεί και τον γενικό κανόνα, εντάσσεται η συμπεριφορά για την οποία πρέπει να αποδειχθεί από την Επιτροπή (και τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού) η ικανότητα παραγωγής αποτελεσμάτων αποκλεισμού των ανταγωνιστών, στη δεύτερη κατηγορία εντοπίζονται συμπεριφορές που τεκμαίρεται ότι παράγουν αποτελέσματα αποκλεισμού, ενώ στην τελευταία εξ αυτών ανήκουν οι απροκάλυπτοι περιορισμοί. Ενώ το βάρος απόδειξης για τις συμπεριφορές που εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία το φέρει η αρχή ανταγωνισμού, στις άλλες δύο περιπτώσεις, την υποχρέωση αντίκρουσης του τεκμηρίου καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης φέρει η ίδια η επιχείρηση. Ωστόσο, ειδικά για την κατηγορία των απροκάλυπτων περιορισμών, σπάνια η δεσπόζουσα επιχείρηση θα είναι σε θέση πράγματι να αντικρούσει το εν λόγω τεκμήριο, λόγω της φύσεως των σχετικών συμπεριφορών.
Εν κατακλείδι, η Ανακοίνωση Προτεραιοτήτων που κατευθύνει σήμερα την αυτο-αξιολόγηση των πρακτικών των ηγέτιδων επιχειρήσεων στηρίζεται σε οικονομικές προσεγγίσεις όπως ο αντι-ανταγωνιστικός αποκλεισμός και η αρχή του «εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή» (‘as efficient competitor principle’). Με το προτεινόμενο καθεστώς του Σχεδίου Κατευθυντήριων, προτείνεται αντ’ αυτού μία κατηγοριοποίηση της βλάβης που επιφέρουν συγκεκριμένες εμπορικές συμπεριφορές επί τη βάσει μαχητών τεκμηρίων και με τον προσδιορισμό των υποκειμένων που φέρουν το βάρος απόδειξης της παράβασης ή αντίκρουσης του τεκμηρίου. Οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις έχουν την δυνατότητα να υποβάλλουν τις απόψεις τους επί του Σχεδίου μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2024.
[1] Η προηγούμενη καθοδήγηση στις επιχειρήσεις χρονολογείται από το 2008 με την έκδοση από την Επιτροπή Ανακοίνωσης με ‘Κατευθύνσεις σχετικά με τις Προτεραιότητες της Επιτροπής κατά τον Έλεγχο της Εφαρμογής του Άρθρου [102 ΣΛΕΕ] σε Καταχρηστικές Συμπεριφορές Αποκλεισμού που Υιοθετούν Δεσπόζουσες Επιχειρήσεις’ [2009] OJ C45/7 (Ανακοίνωση Προτεραιοτήτων), ακολουθούμενη από ένα Policy Brief το 2023, αμφότερα υπερασπιζόμενα μία «πιο οικονομική προσέγγιση» (‘more economics approach’) στην αξιολόγηση των πρακτικών δεσποζουσών επιχειρήσεων και της επίδρασής τους στην αγορά – έναντι της παραδοσιακής πιο «τυπολατρικής» προσέγγισης (‘formalistic approach’).
[2] Δηλαδή πρακτικές που μπορεί να οδηγήσουν σε ανταγωνιστικό αποκλεισμό με την απομάκρυνση, αποδυνάμωση, ή περιθωριοποίηση αποτελεσματικών ανταγωνιστών από την σχετική αγορά ή δημιουργία εμποδίων για την εισδοχή νέων επιχειρήσεων στην αγορά.
[3] Δηλαδή πρακτικές που συνιστούν άδικη ή παράλογη συμπεριφορά έναντι επιχειρήσεων που εξαρτώνται από την δεσπόζουσα επιχείρηση για την προμήθεια αγαθών ή υπηρεσιών.