Περισσότερη βιομηχανία σημαίνει καλύτερες δουλειές; – Άρθρο του Γιάννου Μητσού, Senior Advisor, Τομέας ΜΜΕ, Θέσεων και Ενημέρωσης ΣΕΒ, στο περιοδικό “Θεσσαλικές Επιλογές”, Αύγουστος 2020
Το 2020 σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας δεκαετίας που ξεκίνησε με μια πανδημία και πρωτοφανή μέτρα περιορισμού της με σκληρές συνέπειες για την οικονομία στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο, αλλά και μια πρωτοφανούς εύρους και μεγέθους συμφωνία σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την ανάκαμψη. Σε αυτή την πολύπλοκη συγκυρία η Ελλάδα εισέρχεται με καλές προοπτικές αλλά και με απόλυτη ανάγκη να πετύχει καλύτερη αξιοποίηση των ευκαιριών που της παρέχονται από ότι στο παρελθόν. Με δεδομένη πλέον την κοινή παραδοχή για την ανάγκη επενδυτικής κινητοποίησης με δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους, για ανάπτυξη και δουλειές, πρέπει επιτέλους να δούμε κατά προτεραιότητα την αλλαγή του παραγωγικού μας υποδείγματος με έμφαση στα εμπορεύσιμα προϊόντα, την εξωστρέφεια και την αύξηση της συμμετοχής της βιομηχανίας στην οικονομία.
Και αυτό γιατί, τόσο στην οικονομική κρίση, όσο και στην υγειονομική κρίση, η βιομηχανία έχει δείξει πως διαθέτει ανθεκτικότητα. Με την παραγωγή της μεταποίησης στην Ελλάδα να ανακάμπτει με την ίδια ταχύτητα όπως στην ΕΕ-28 από το 2013, στροφή στις εξαγωγές, και με την παραγωγικότητα να έχει ανακάμψει στα προ κρίσης επίπεδα, έχει καταφέρει να διατηρήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις θέσεις εργασίας και μάλιστα με αμοιβές που κινούνται υψηλότερα από τους περισσότερους κλάδους της οικονομίας. Σύμφωνα με το τελευταίο οικονομικό δελτίο του ΣΕΒ, για τους σχεδόν 400.000 εργαζόμενους, το μέσο ωρομίσθιο στην οικονομία (2017) διαμορφώνεται σε €11,2, με τη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών σε €10,1 (και στις υπόλοιπες βιομηχανικές δραστηριότητες σε επίπεδα κατά πολύ υψηλότερα του μέσου όρου της μεταποίησης πλην πετρελαιοειδών), το εμπόριο σε €8,8, τις επαγγελματικές υπηρεσίες σε €8,1, τον τουρισμό σε €6,8, τις κατασκευές σε €5,7 και τη γεωργία, κτηνοτροφία σε €4. Επισημαίνεται ότι το ωρομίσθιο στη δημόσια διοίκηση ανέρχεται σε €15,3, στην εκπαίδευση σε €19,3 και στην υγεία σε €10,3.
Μεταξύ των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, διακρίνονται δύο διακριτές κατηγορίες. Η μεγάλη πλειονότητα (77%) εργάζεται σε τομείς έντασης εργασίας, με χαμηλή ανάγκη σε δεξιότητες, σε μικρού μεγέθους επιχειρήσεις και με χαμηλή παραγωγικότητα (με βασικές εξαιρέσεις τη βιομηχανία και τον τουρισμό). Από την άλλη, το 23%, εργάζεται σε επιχειρήσεις έντασης κεφαλαίου, σε επιχειρήσεις κατά κανόνα μεγαλύτερες σε μέγεθος, καλύτερα οργανωμένες που προσφέρουν προϊόντα υψηλής εξειδίκευσης. Κατά τεκμήριο απασχολούνται με νόμιμη μισθωτή απασχόληση με συμβάσεις, υψηλότερους μισθούς, και καλύτερη προοπτική. Όπως η συγκέντρωση της απασχόλησης σε κλάδους χαμηλής παραγωγικότητας αποτυπώνει τη σχετική ανεπάρκεια ανάπτυξης των πιο εξωστρεφών, δυναμικών και καινοτόμων κλάδων της ελληνικής οικονομίας, έτσι και η αντιστροφή αυτής της κατάστασης επιβάλει σχεδιασμό, παρεμβάσεις και επενδύσεις.
Τώρα, τα βασικά ζητούμενα είναι τρία: 1ον, να υπάρξει σημαντική αξιοποίηση των πόρων, κάτι όπου η Ελλάδα διαχρονικά υστερεί. Τα €160 δισ. που έχει λάβει η χώρα από το 1981 δεν έχουν αξιοποιηθεί στο έπακρο και πρέπει να κινηθούμε διαφορετικά από ότι στο παρελθόν. Η προβληματική εκτέλεση του υφιστάμενου ΕΣΠΑ (35% με απορρόφηση 87%) δείχνει το μέγεθος του προβλήματος. Μπαίνουν οι πόροι στα ταμεία, αλλά όχι στην πραγματική οικονομία. 2ο, να σχεδιαστεί μια αλλαγή πλεύσης: Να εστιάσουμε στο αποτέλεσμα, αντί για τους δικαιούχους. Λιγότερο στο «πόσες» επιχειρήσεις και περισσότερο στο «σκοπό» για τον οποίο θα το πάρουν. Με την απειλή πρωτοφανούς ανεργίας σε εθνικό, ευρωπαϊκό, και παγκόσμιο επίπεδο, πρώτο αναπτυξιακό, οικονομικό και κοινωνικό ζητούμενο είναι η στήριξη της απασχόλησης. 3ο και κυριότερο, είναι να δούμε επιτέλους τους ευρωπαϊκούς πόρους ως επενδύσεις για στήριξη της παραγωγής και όχι ως στήριξη της κατανάλωσης. Μια χώρα με το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.