Πιστοποίηση & εποπτεία αγοράς για την ασφάλεια
Άρθρο κας Αυγής Οικονομίδου, Senior Advisor Τομέα Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Ρυθμιστικών Πολιτικών ΣΕΒ, στη Ναυτεμπορική
Πόσο σίγουροι είμαστε ότι τα προϊόντα που χρησιμοποιούμε ή που καταναλώνουμε είναι ασφαλή; Τρόφιμα, ηλεκτρικές συσκευές, παιχνίδια και ανελκυστήρες αποτελούν ορισμένα μόνο χαρακτηριστικά παραδείγματα αγαθών που όλοι μας χρησιμοποιούμε καθημερινά θεωρώντας ότι είναι ασφαλή. Δύο είναι οι προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν προκειμένου να επιτυγχάνεται η ασφάλεια: η πιστοποίηση και η εποπτεία της αγοράς. Αυτό ήταν και το βασικό μήνυμα πρόσφατης εκδήλωσης του ΣΕΒ, σε συνεργασία με την Ελληνική Ένωση των Διαπιστευμένων Φορέων Επιθεώρησης και Πιστοποίησης – HellasCert (δείτε εδώ), επιδιώκοντας με συστηματικό τρόπο την ανάδειξη αναγκαίων παρεμβάσεων και λειτουργικών λύσεων για τα θέματα της ασφάλειας.
Η πιστοποίηση αποτελεί βασικό εργαλείο για την ασφάλεια προϊόντων
Η τεχνική νομοθεσία αξιοποιεί συνεχώς τα πρότυπα, προκειμένου να περιγράψει τις προδιαγραφές και απαιτήσεις, οι οποίες, στην περίπτωση που τηρούνται, συνεπάγονται ασφαλή προϊόντα. Η πιστοποίηση αποτελεί εκείνη τη διαδικασία που επιβεβαιώνει τη εν λόγω συμμόρφωση, λειτουργώντας βασισμένη πάνω στις αρχές της ανεξάρτητης, αμερόληπτης και αντικειμενικής αξιολόγησης. Επομένως, το πρώτο βήμα για ασφαλή προϊόντα είναι η πιστοποίηση.
Και η εποπτεία αγοράς τη συμπληρώνει
Από μόνη της όμως δεν αρκεί. Αφενός διότι δεν είναι πάντοτε υποχρεωτική και αφετέρου διότι εύλογα μεσολαβεί απόσταση ανάμεσα από τη στιγμή της αξιολόγησης από τον φορέα πιστοποίησης και οτιδήποτε ακολουθήσει στη συνέχεια. Για αυτό και (πρέπει να) συμπληρώνεται από την εποπτεία της αγοράς δηλαδή τους ελέγχους από τις εκάστοτε αρχές του Δημοσίου που έχουν τη σχετική αρμοδιότητα. Η αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς συνεπώς, είναι το καθοριστικό βήμα για ασφαλή προϊόντα.
Η ασφάλεια προϊόντων συνεπάγεται και ανταγωνιστικότητα
Πέρα από την προστασία των καταναλωτών, η οποία επιτυγχάνεται χάρη στο δίδυμο της πιστοποίησης και της εποπτείας, ωφελούνται εύλογα και οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Προστατεύεται ο ισότιμος ανταγωνισμός και αποκλείονται από τις αγορές όσοι ακολουθούν αθέμιτες πρακτικές. Έτσι δίνεται ο απαραίτητος χώρος στις επιχειρήσεις που θέλουν και μπορούν, να καινοτομήσουν και να επενδύσουν, γνωρίζοντας ότι θα ανταμειφθούν για την προστιθέμενη αξία των προϊόντων τους και ότι δεν θα βρίσκονται αντιμέτωπες με προϊόντα ανταγωνιστών που δεν πληρούν τις βασικές απαιτήσεις ασφάλειας και ποιότητας. Ένα επιχειρηματικό περιβάλλον τέτοιου είδους συνεπάγεται πιο ισχυρές και βιώσιμες επιχειρήσεις, προάγοντας τελικά την ίδια την ανταγωνιστικότητά τους και της εθνικής οικονομίας γενικότερα.
Ανάγκη για περισσότερους ελέγχους
Σήμερα η εγχώρια αγορά έχει ανάγκη από περισσότερους ελέγχους ώστε να μη διακινούνται μη συμμορφούμενα προϊόντα (εισαγόμενα και μη) και να υπάρχει πίστη για την πιθανότητα επιβολής κυρώσεων. Κάτι τέτοιο θα έχει και αποτρεπτικά οφέλη. Είναι γεγονός ότι, χάρη σε πρόσφατες μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις, οι αρμόδιες εποπτικές αρχές έχουν πλέον οχυρωθεί με τα απαραίτητα «θεωρητικά» εργαλεία για την πραγματοποίηση πιο «σύγχρονων» και στοχευμένων ελέγχων (π.χ. μεθοδολογία αξιολόγησης κινδύνου, επικαιροποιημένα φύλλα ελέγχου κ.ά.). Ωστόσο, στην πράξη, και ειδικά σε κάποιους τομείς με υψηλό βαθμό δυσκολίας όπως συμβαίνει στα βιομηχανικά προϊόντα που περιλαμβάνουν δεκάδες βασικές κατηγορίες, οι έλεγχοι είναι λιγότεροι από αυτούς θα ήθελε η αγορά. Βασική αιτία είναι οι περιορισμένοι, κυρίως ανθρώπινοι, πόροι. Για αυτό, είναι απαραίτητο να εξελιχθεί περαιτέρω το σύστημα διεξαγωγής των ελέγχων, αξιοποιώντας στελέχη από το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, πάντοτε με την προϋπόθεση ότι θα πληρούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις τεχνικής επάρκειας και αμεροληψίας. Έχει έρθει η στιγμή να προχωρήσει στην πράξη η συγκεκριμένη πρόταση.