Πολιτική απασχόλησης για αλλαγή εποχής και στροφή στην ανάπτυξη – Άρθρο κ. Χρήστου Α. Ιωάννου, Διευθυντή Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ, στα Οικονομικά Χρονικά, 19/10/2020
Η πανδημία είναι μια κρίση δημόσιας υγείας από αυτές που αλλάζουν τον κόσμο. Επιταχύνει εκθετικά τις τάσεις αλλαγών που προϋπήρχαν, και είχαν λάβει τον χαρακτηρισμό «4η βιομηχανική επανάσταση». Αλλά και οδηγεί, και ως αφορμή και ως αιτία, σε μια διεθνή / παγκόσμια οικονομική κρίση ιστορικών διαστάσεων, ευρύτερη και σημαντικότερη εκείνης του 2008, και πιθανότατα και εκείνης του 1929. Η πανδημία εξελίσσεται, η οικονομική κρίση που την ακολουθεί βρίσκεται μόνον στα πρώτα στάδιά της.
Σε αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες οι αγορές εργασίας συνταράσσονται. Οι στατιστικές δεν αποτυπώνουν πλήρως τις εξελίξεις. Όταν δεν χάνονται ευθέως θέσεις εργασίας, χάνονται ώρες εργασίας. Σύμφωνα με το ILO το β τρίμηνο 2020 χάθηκαν παγκοσμίως το 14% που ισοδυναμούν με 400 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Η Ευρώπη δεν έχασε θέσεις εργασίας, κατάφερε αξιοποιώντας το εργαλείο της επιδοτούμενης βραχυχρόνιας εργασίας να συγκρατήσει την ανεργία στο 7,1% τον Ιούνιο, στο 7,8% στην ευρωζώνη. Το ΑΕΠ της ευρωζώνης μειώθηκε 11,8% το β’ τρίμηνο 2020 και η απασχόληση μόνο 2,9%. Η υποστήριξη των θέσεων εργασίας έχει υψηλό δημοσιονομικό κόστος και η επιχείρηση ανάκαμψης βασίζεται σε μίγμα και διατήρησης και αλλαγής των θέσεων εργασίας. Όπως σε κάθε κρίση η επιστροφή στο status quo ante δεν είναι εφικτή. Το σχέδιο ανάκαμψης της ΕΕ επιδιώκει δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μέσω της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης, και μέσω των επενδύσεων για την ΕΕ της Επομένης Γενεάς.
Η Ελλάδα της Επομένης Γενεάς για να συμμετάσχει στην ΕΕ της Επομένης Γενεάς, χρειάζεται διπλή προσπάθεια από την μέση ευρωπαϊκή. Γιατί, όπως αποκαλύπτει η συγκριτική ανάλυση για την Ελλάδα στο Employment and Social Developments in Europe 2020 που κυκλοφόρησε στις 15/9, η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει μείζονες αποκλίσεις από τους μέσους όρους της ΕΕ των 27 το 2019, πριν την έλευση της πανδημίας, με πρώτη και σημαντικότερη αυτήν του εξαιρετικά χαμηλού ποσοστού απασχόλησης του πληθυσμού (ΕΕ-27 73,1%, Ελλάδα 61,2%) το οποίο με τη σειρά του εξηγεί, σε μεγάλο βαθμό, και την ακόμη χαμηλότερη μέση παραγωγικότητα ανά Έλληνα πολίτη σε σχέση με τους πολίτες της ΕΕ.
Ενώ, πριν την πανδημία, η ΕΕ είχε ανακάμψει σε όρους απασχόλησης και ΑΕΠ από την κρίση του 2009, η Ελλάδα δεν είχε ανακάμψει. Το χάσμα απασχόλησης ήταν της τάξης του 15% και του ΑΕΠ της τάξης του 20%. Η συστηματική άρνηση, επί μια δεκαετία, του παραγωγικού μετασχηματισμού και των μεταρρυθμίσεων, της αντιμετώπισης του δημοσίου και, κυρίως, του ιδιωτικού χρέους, φέρνει την ελληνική οικονομία και την ελληνική αγορά εργασίας αντιμέτωπη με τις παθογένειες της προηγούμενης κρίσης και μπροστά στις προκλήσεις της νέας κρίσης που προκαλεί η πανδημία. Σε αυτές τις συνθήκες σημασία έχει όχι μόνον η πορεία από τρίμηνο σε τρίμηνο, αλλά και ο συνολικός προσανατολισμός, και το σχέδιο.
Η Ελλάδα για να ανατρέψει τον εγκλωβισμό και την καθήλωσή της ως οικονομία περιορισμένης παραγωγικής βάσης, χαμηλής προστιθέμενης αξίας, χαμηλής απασχόλησης, χαμηλών ειδικοτήτων και δεξιοτήτων, και χαμηλών μισθών, πρέπει να στραφεί στις επενδύσεις και στις επιχειρήσεις (μεγάλες, μεσαίες και μικρές-που μεγαλώνουν) οι οποίες παράγουν αυτό που λέμε «διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες», που συμμετέχουν σε «διεθνείς παραγωγικές αλυσίδες αξίας», αξιοποιώντας την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση. Ενισχύοντας κατά προτεραιότητα την βιομηχανία της και τις επιχειρήσεις καινοτομίας και τεχνολογίας.
Οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι με διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, δραστηριοποιούνται στους κλάδους της μεταποίησης, της πληροφορικής και των υπηρεσιών τεχνολογικής αιχμής, των ορυχείων, των διεθνών μεταφορών (ναυτιλιακών, κ.λπ.) της ανταγωνιστικής παραγωγής στον πρωτογενή τομέα, της ανταγωνιστικής πράσινης ενέργειας, και σε ένα βαθμό του (ευαίσθητου) τουρισμού. Αυτή είναι «η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας» που πρέπει να ενισχυθεί μέσω του παραγωγικού μετασχηματισμού.
Μέχρι το 2022, διεθνώς και στην Ελλάδα, τα δύσκολα για την απασχόληση είναι μπροστά. Η απασχόληση αντιδρά συνήθως με καθυστέρηση στις ανοδικές και καθοδικές κινήσεις της οικονομίας. Οι καθοδικές, και οι υφέσεις, χαρακτηρίζονται συνήθως από μεγάλες αυξήσεις εισροών στην ανεργία (δηλ. περισσότερες απολύσεις) και μεγάλες μειώσεις εκροών από ανεργία (δηλ. λιγότερες προσλήψεις και μεγαλύτερες περίοδοι ανεργίας). Αυτή η κρίση, που άρχισε, δεν αποτελεί εξαίρεση.
Γι΄ αυτό ο πολυτιμότερος «πόρος» που πρέπει να αποκτηθεί και να αξιοποιηθεί είναι να αποκτήσει η Ελλάδα –έστω μέσα στην κρίση- αυτό που δεν έχει επί σειρά ετών και δεκαετιών: συνεκτική και ευέλικτη πολιτική παιδείας, εκπαίδευσης, και απασχόλησης. Που να «κουμπώνει» με σχέδιο παραγωγικού μετασχηματισμού και ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.