Πως θα κάνουμε πιο ελκυστική επιλογή τη μισθωτή εργασία! – Άρθρο κ. Μιχάλη Μητσόπουλου, Διευθυντή Τομέα Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Ρυθμιστικών Πολιτικών ΣΕΒ στο Βήμα, 11/8/2019
Στα χρόνια των «μνημονίων» η μανία της υπερφορολόγησης της μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα οδήγησε στην ένταση αυτού του δομικού προβλήματος. Έτσι, η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα παραμένει χαμηλή, οι παθογένειες της αγοράς εργασίας και των επιχειρήσεων δεν αντιμετωπίστηκαν, το μερίδιο της εργασίας επί του ΑΕΠ διατηρήθηκε χαμηλά και, τελικά, τα δημόσια έσοδα συνέχισαν να εξαρτώνται από μια στενή βάση. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος. Δηλαδή, να αντιμετωπίσουμε πιο φιλικά τη μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα, σε όλα τα επίπεδα αλλά ειδικότερα όταν αυτή αμείβεται καλύτερα. Συνεπώς, αντί να νομοθετούμε αυξήσεις που η αγορά δεν μπορεί να πληρώσει, ας απομακρύνουμε τις φορολογικές και ρυθμιστικές υπερβολές που ουσιαστικά απαγορεύουν στις πλέον δυναμικές επιχειρήσεις να ανταμείψουν τους ικανούς και εργατικούς υπαλλήλους τους. Ας κάνουμε τη μισθωτή εργασία πιο ελκυστική επιλογή σήμερα για ένα πιο παραγωγικό αύριο.
Ο τρόπος αντιμετώπισης της μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα αποτέλεσε μια καθοριστική αιτία που οδήγησε τη χώρα στην κρίση. Για να κατανοήσουμε το γιατί απαιτείται μια μικρή ιστορική αναδρομή. Eδώ και 40 χρόνια η χώρα επέλεξε την επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα με υπερβολικές, μη ανταποδοτικές, ασφαλιστικές εισφορές και υψηλή και υπερπροοδευτική φορολογία. Φορολογία και εισφορές έπλητταν περισσότερο τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα σε σχέση με την αυτοαπασχόληση, που πλήρωνε μικρότερες ασφαλιστικές εισφορές και είχε τη δυνατότητα φοροδιαφυγής για εισοδήματα άνω του αφορολόγητου καθώς και τους συνταξιούχους που δεν πλήρωναν πια εισφορές και συνήθως λαμβάνανε καλές συντάξεις πέριξ του αφορολόγητου, ειδικά όταν ήταν συνταξιούχοι του δημοσίου. Οι εν ενεργεία υπάλληλοι του δημοσίου επίσης λαμβάνανε συνήθως μισθό πέριξ του αφορολόγητου, τα επιπλέον επιδόματα τους είχαν χαμηλή αυτοτελή φορολόγηση και πληρώνανε ελάχιστες, συγκριτικά, εισφορές. Έτσι, το, παραδοσιακά γενναιόδωρο, «αφορολόγητο» κατέληξε να αφορά στην πράξη τη συντριπτική πλειοψηφία των φορολογούμενων εκτός των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα που ήδη πληρώνανε ένα υψηλότατο, μη ανταποδοτικό, «flat tax» με το όνομα «ΙΚΑ». Επιπλέον, για όσους καταφέρνανε να διεκδικήσουν έναν καλύτερο μισθό στον ιδιωτικό τομέα, η υπερπροοδευτική υπερφορολόγηση φρόντιζε ώστε από κάθε ευρώ που έδινε ο εργοδότης ως ανταμοιβή στον ικανό υπάλληλο, τη μερίδα του λέοντος την εισέπραττε το κράτος. Λειτουργώντας συνεπώς αμυντικά και ορθολογικά η αγορά στράφηκε μαζικά στην αυτοαπασχόληση, στην πρόσληψη στο δημόσιο και την πρόωρη συνταξιοδότηση. Η όποια μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα παρέμεινε, συγκεντρώθηκε κατά κύριο λόγο σε θέσεις εργασίας χαμηλών αμοιβών, δεξιοτήτων και προοπτικών. Δηλαδή, σε μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν επεδίωκαν και δεν μπορούσαν να πετύχουν δυναμική ανάπτυξη, καθώς αναζητούσαν την προστασία από τις υπερβολές του φορολογικού πλαισίου στη ζώνη της ημιπαρανομίας.
Αντιμέτωπο με αυτή την κατάσταση, το κράτος είχε μια «λαμπρή» ιδέα: Αφού η αγορά δεν δίνει μόνη της αυξήσεις μισθών, θα νομοθετήσουμε την αύξηση των μισθών – πριν την κρίση, με το σχεδιασμό της «υποχρεωτικής διαιτησίας» και σήμερα επιπλέον μέσω νόμων και εγκυκλίων -και χωρίς βέβαια να μας απασχολεί αν αυτοί που θα λάβουν την αύξηση την αξίζουν. Σε μια αγορά που αναγκάζεται να αποφύγει τους μεγαλύτερους και που για το λόγο αυτό βασίζεται σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό σε μικρότερες επιχειρήσεις που απασχολούν εργαζόμενους χαμηλότερων δεξιοτήτων και προσφέρουν χαμηλούς μισθούς, οι μεγάλες αυξήσεις στους κατώτατους και βασικούς μισθούς εξωθούν ειδικά τους πλέον αδύναμους εργαζόμενους στην ημιδηλωμένη ή αδήλωτη εργασία ή ακόμα και την αεργία και ανεργία.
Στα χρόνια των «μνημονίων» η μανία της υπερφορολόγησης όλων αλλά και της μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα οδήγησε στην ένταση αυτού του δομικού προβλήματος. Έτσι, η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα παραμένει χαμηλή, οι παθογένειες της αγοράς εργασίας και των επιχειρήσεων δεν αντιμετωπίστηκαν, το μερίδιο της εργασίας επί του ΑΕΠ διατηρήθηκε χαμηλά και, τελικά, τα δημόσια έσοδα συνέχισαν να εξαρτώνται από μια στενή βάση. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος. Δηλαδή, να αντιμετωπίσουμε πιο φιλικά τη μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα, σε όλα τα επίπεδα αλλά ειδικότερα όταν αυτή αμείβεται καλύτερα. Συνεπώς, αντί να νομοθετούμε αυξήσεις που η αγορά δεν μπορεί να πληρώσει, ας απομακρύνουμε τις φορολογικές και ρυθμιστικές υπερβολές που ουσιαστικά απαγορεύουν στις πλέον δυναμικές επιχειρήσεις να ανταμείψουν τους ικανούς και εργατικούς υπαλλήλους τους. Ας κάνουμε τη μισθωτή εργασία πιο ελκυστική επιλογή σήμερα για ένα πιο παραγωγικό αύριο.