Που μας βρίσκει σήμερα το «τέλος των μνημονίων»; Άρθρο του Γενικού Διευθυντή του ΣΕΒ, κ. Άκη Σκέρτσου στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, 4/6/2018
Το 2017 η διεθνής οικονομία αναπτύχθηκε κατά 3,7%, η Ευρώπη κατά 2,4% και η Ελλάδα κατά 1,4%. Καταφέραμε δηλαδή να ξεκολλήσουμε από τους μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης της διετίας 2015-2016, όχι όμως και να αξιοποιήσουμε τον ανοδικό οικονομικό κύκλο προσελκύοντας διεθνή κεφάλαια και επενδύσεις στο βαθμό που το έχουμε ανάγκη. Έτσι ενώ οι επενδύσεις αποτελούν το 24% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 20% του Ευρωπαϊκού, στην Ελλάδα άγγιξαν μετά βίας το 12,6% του ΑΕΠ.
Χρειαζόμαστε πολύ περισσότερες παραγωγικές επενδύσεις για να έχουμε δυναμική ανάπτυξη, ευημερία και ποιοτικές δουλειές. Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει να πείσουμε την επενδυτική κοινότητα ότι η Ελλάδα έχει πράγματι αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Ας δούμε, λοιπόν, με ψυχραιμία και ειλικρίνεια, που βρισκόμαστε σήμερα μετά από 8 χρόνια μεταρρυθμίσεων.
Το 2009 η Ελλάδα κατέρρευσε κάτω από την πίεση του λεγόμενου «τριπλού ελλείμματος», στα δημοσιονομικά, στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Σήμερα έχει καταφέρει να νοικοκυρέψει τα δημόσια οικονομικά, με υπερφορολόγηση όμως της πραγματικής οικονομίας και σημαντική υποβάθμιση των δημόσιων αγαθών.
Έχει ισοσκελίσει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, κυρίως όμως στο σκέλος των υπηρεσιών λόγω της τουριστικής ανόδου και όχι στο εμπορικό ισοζύγιο όπου οι εισαγωγές προϊόντων υπερβαίνουν κατά 20 δις τις εξαγωγές.
Και τέλος έχει βελτιώσει τη θέση της στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας, απέχει όμως ακόμη σημαντικά από τους Ευρωπαίους εταίρους μας.
Η εικόνα συνεπώς είναι ανάμικτη. Αποφύγαμε μεν τη συντριβή, δεν καταφέραμε ωστόσο αυτά τα 8 χρόνια να επανιδρύσουμε το κράτος και να μετασχηματίσουμε την οικονομία. Όλα αυτά τα χρόνια οι όποιες μεταρρυθμίσεις υλοποιήθηκαν, ελάχιστα μπόρεσαν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας, καθώς οι επιπτώσεις της αβεβαιότητας ακύρωναν στην πράξη κάθε τέτοια δυνατότητα.
Την ίδια ώρα μπορεί η μεταρρυθμιστική προσπάθεια να ήταν μεγάλη, αλλά σε σύγκριση με τις προκλήσεις δεν ήταν αρκετή για να μας ξεκολλήσει από τη θέση του ουραγού της Ευρώπης, καθώς την ίδια ώρα και οι άλλες χώρες έκαναν πρόοδο. Όσα κάναμε ήταν πάντα «λίγα και αργά» σε σύγκριση με αυτά που θα έπειθαν τις αγορές ότι η χώρα διεκδικεί πλέον δυναμικά ένα πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η χώρα ισορρόπησε, συνεπώς, με τα μνημόνια αλλά την ίδια ώρα έγινε φτωχότερη και δεν εκσυγχρονίστηκε στο βαθμό που έπρεπε. Δεν μειώθηκαν μόνο τα εισοδήματα και η περιουσία των Ελλήνων, χάθηκαν επιπλέον μερικά από τα καλύτερα μυαλά και μερικοί από τους πλέον εξειδικευμένους εργαζόμενους, ενώ παραμένει πιο χρεωμένη από ποτέ. Παρότι η Ελλάδα έχει το καλύτερο οικόπεδο στον πλανήτη, δεν έχει κατάφερε να γίνει τόπος πρώτης επιλογής για το νέο που αναζητά εργασία, για όποιον θέλει να επενδύσει και για όποιον θέλει να κάνει οικογένεια.
Σήμερα, η Ελλάδα χρειάζεται ακόμα ισχυρότερη ανάπτυξη και ισχυρά εδραιωμένη δημοσιονομική πειθαρχία για να διαχειριστεί αποτελεσματικά το ζήτημα τις βιωσιμότητας του χρέους και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η κοινωνία. Επιπλέον χρειάζεται ακόμη περισσότερες μεταρρυθμίσεις για να βελτιώσει την εικόνα χαμηλής ανταγωνιστικότητας και αδύναμων θεσμικών επιδόσεων που τη συνοδεύει στο εξωτερικό, και να ενθαρρύνουμε την υλοποίηση ακόμη περισσότερων επενδύσεων.
Οι σημαντικές επενδύσεις που σχεδιάζουν πολλές επιχειρήσεις μέλη μας, δεν αρκούν για να καλύψουν το επενδυτικό κενό. Χρειαζόμαστε και πολλές ξένες επενδύσεις. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για την προσέλκυση επενδύσεων, είναι μία μεταρρυθμιστική υπέρβαση. Τόσο σε επίπεδο στόχων και χρόνων, όσο και σε επίπεδο νοοτροπίας. Το σχέδιο που παρουσίασε πρόσφατα η κυβέρνηση δεν πείθει ότι κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.