Προκλήσεις για τη βιώσιμη αστική ανάπτυξη των πόλεων
Άρθρο κ. Γιάννη Λαϊνά, Senior Advisor ΣΕΒ, Τομέας Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Ρυθμιστικών Πολιτικών, στη Ναυτεμπορική
Τα ζητήματα που σχετίζονται με την αστική ανάπτυξη και τα προβλήματα των πόλεων, απασχολούν διαχρονικά την Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο σε επίπεδο πολιτικής, όσο και σε επίπεδο επιχειρησιακών/χρηματοδοτικών εργαλείων. Από τις αρχές τις δεκαετίας του 90 με τα προγράμματα Urban, και μετέπειτα στο πλαίσιο της προοπτικής ευρωπαϊκής χωροταξικής ανάπτυξης και της εδαφικής Ατζέντας της ΕΕ, έως σήμερα, η ΕΕ προωθεί διάφορες αστικές πρωτοβουλίες, τις οποίες και υλοποιεί κυρίως μέσω της πολιτικής συνοχής.
Στη διάρκεια της προηγούμενης προγραμματικής περιόδου 2014-2020, οι στρατηγικές Βιώσιμης Αστικής Ανάπτυξης (ΒΑΑ) που είχαν ήδη ενσωματωθεί στους μηχανισμούς χρηματοδότησης της ΕΕ, έγιναν κατά μία έννοια υποχρεωτικές για τα κράτη-μέλη, καθώς το 5% των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης προορίζονταν για ΒΑΑ σε κάθε κράτος. Για την εφαρμογή τους θεσπίστηκαν εξειδικευμένα χωρικά εργαλεία, η Ολοκληρωμένη Χωρική Επένδυση (ΟΧΕ) και η Τοπική Ανάπτυξη με την Πρωτοβουλία Τοπικών Κοινοτήτων (ΤΑΠΤΟΚ).
Στην νέα προγραμματική περίοδο 2021-2027, οι Στρατηγικές ΒΑΑ διατηρούνται και μάλιστα αναμένεται αύξηση του ελάχιστου ποσοστού των κονδυλίων του ΕΤΠΑ που θα προορίζονται για ΒΑΑ, ενώ φαίνεται ότι ενισχύεται περαιτέρω η τοποκεντρική προσέγγιση σχεδιασμού (σχεδιασμός με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες και τα προβλήματα κάθε περιοχής).
Η «επιμονή» συνεπώς της ΕΕ σε έργα που αφορούν στη βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος και των όρων διαβίωσης των κατοίκων των πόλεων, δημιουργεί νέες προκλήσεις για όλους: για τις δημόσιες αρχές που θα κληθούν να εντάξουν εκ νέου στο σχεδιασμό τους πιο απαιτητικά προγράμματα (σχεδιασμός, διαχείριση), για την επιχειρηματικότητα που θα κληθεί να υλοποιήσει σημαντικό μέρος των έργων ανάπλασης και αναβάθμισης του δομημένου περιβάλλοντος, για την κοινωνία και τους κατοίκους των πόλεων που θα είναι οι τελικοί χρήστες και οι οποίοι θα πρέπει να απολαμβάνουν το μέγιστο δυνατό όφελος.
Τίθεται επομένως το ερώτημα του κατά πόσον το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο της χώρας μας, αλλά και η κουλτούρα των εμπλεκόμενων μερών, μπορούν να συνεισφέρουν με επάρκεια στα ολοένα και πιο σύνθετα αστικά προβλήματα (αστική φτώχεια, ανεργία, περιβαλλοντική υποβάθμιση κλπ.) τα οποία απαιτούν πολυτομεακές πολιτικές, νέες μορφές πολυεπίπεδης και πολυσυλλεκτικής διακυβέρνησης, προκειμένου να επιλυθούν. Επιπλέον, η εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των πόλεων, της κοινωνικής συνοχής, της προστασίας του αστικού περιβάλλοντος, καθώς και η υιοθέτηση καινοτόμων λύσεων, στο πλαίσιο των πράσινων και έξυπνων πόλεων, απαιτούν πέρα από ολοκληρωμένες και σαφώς ιεραρχημένες παρεμβάσεις, την εμπλοκή πολλών φορέων (δημοσίου και ιδιωτικού τομέα) οι οποίοι θα πρέπει συντονίζονται επαρκώς.
Για τον ΣΕΒ, έμφαση θα πρέπει να δοθεί τόσο στη βελτίωση των διοικητικών διαδικασιών και του ρυθμιστικού περιβάλλοντος (πχ. καθορισμός Αστικής Στρατηγικής για τις ελληνικές πόλεις, εκσυγχρονισμός του ν. 2508/1997 για τις αστικές αναπλάσεις, μηχανισμοί παρακολούθησης και αξιολόγησης των εφαρμοζόμενων προγραμμάτων), όσο και στο συντονισμό των ρόλων, των δεξιοτήτων, των πολλαπλών χρηματοδοτικών πηγών και μηχανισμών παρέμβασης. Κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία των παρεμβάσεων που θα πραγματοποιηθούν στις ελληνικές πόλεις, θα είναι η ενεργός συμμετοχή των πολιτών, η οποία σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να διασφαλιστεί.