Συνέντευξη του Προέδρου ΣΕΒ κ. Θεόδωρου Φέσσα στην «Καθημερινή της Κυριακής», 22/4/2018
«Σχεδιάζουμε το μέλλον με επενδύσεις- Κερδίζουμε στο διεθνή ανταγωνισμό με πρακτικές λύσεις»» είναι ο τίτλος του Συνεδρίου που διοργανώνει ο ΣΕΒ το επόμενο διήμερο. Μπαίνουμε στην μεταμνημονιακή εποχή με ένα επενδυτικό έλλειμμα που ο ΣΕΒ το έχει προσδιορίσει σε πάνω από 100 δισ. Ευρώ. Για τη σύγκλιση της χώρας με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες απαιτούνται επενδύσεις 45 δισ. Ευρώ σε 4-5 χρόνια. Πως μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο στόχος;
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι κεφάλαια για επενδύσεις σε παραγωγικές δραστηριότητες και όχι δανεικά για εισαγωγές και κατανάλωση όπως γινόταν μέχρι το 2008. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με ένα φιλοεπενδυτικό μεταρρυθμιστικό big bang που θα μας κάνει να ξεχωρίσουμε θετικά από τον διεθνή επενδυτικό ανταγωνισμό. Εκτίμησή μου είναι πως με τα σημερινά δεδομένα οι ρυθμοί αποκατάστασης του επενδυτικού κενού θα ξεπεράσουν τα 10 χρόνια. Εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει να γίνουμε πολύ πιο επιθετικοί, πχ. οι επενδύσεις να αυξάνονται ετησίως με έναν ρυθμό της τάξης του 15%. Με αυτό το σενάριο το κενό μπορεί να κλείσει σε 4-5 χρόνια και οι επενδύσεις να αυξηθούν από €22 δις σήμερα σε €45 δις, ποσό που αντιστοιχεί στο 20% του ΑΕΠ, δηλαδή στα επίπεδα που κινείται η υπόλοιπη Ευρώπη. Φανταστείτε τι σημαίνει μια τέτοια επιτάχυνση ώστε να κλείσουν πχ. σύντομα πληγές όπως η υψηλή ανεργία και το brain drain. Για να συμβεί βέβαια κάτι τέτοιο απαιτείται γενναία πολιτική βούληση στο υψηλότερο επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο του Πρωθυπουργού. Μόνο με πρωθυπουργική παρέμβαση μπορούν να λυθούν οι χιλιάδες δυσκαμψίες του δημόσιου τομέα (από την επιλογή προσώπων, την υλοποίησης τομών κ.λπ.) που καθιστούν τη χώρα μας μη ελκυστική ως επενδυτικό προορισμό.
Εκτιμάτε ότι το αναπτυξιακό σχέδιο που παρουσίασε η κυβέρνηση στους Θεσμούς εγγυάται την ανάπτυξη που έχει ανάγκη η χώρα;
Δεν μπορώ να σχολιάσω κάτι που δεν έχω δει. Αυτό που επιδιώκουμε έντονα είναι να αρχίσει η Ελληνική Πολιτεία να σκέφτεται με το μυαλό του επενδυτή αίρωντας όλα τα εμπόδια που βρίσκονται διάσπαρτα στην καθημερινότητά του. Η μελέτη της Deloitte που θα παρουσιάσουμε αύριο στο Επενδυτικό Συνέδριο του ΣΕΒ κάνει ακριβώς αυτό. Παρουσιάζει βέλτιστες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες και καινοτόμες επενδυτικές πρακτικές, δομές, διαδικασίες και μηχανισμούς, που εφαρμόζουν άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Γιατί όχι κι εμείς;
Δεδομένου ότι οι επενδύσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις μεταρρυθμίσεις στην ελληνική οικονομία, τη φορολογία και βέβαια το κόστος χρηματοδότησης και το ενεργειακό κόστος. Κρίνετε ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν προχωρήσει σε ικανοποιητικό βαθμό για την επίτευξη αυτού του στόχου και σε τι βαθμό διαπιστώνετε περιθώρια αποκλιμάκωσης στα κρίσιμα μεγέθη που αναφέραμε για τη στήριξη των επενδύσεων;
Το μεγάλο στοίχημα είναι στην υλοποίηση κι όχι μόνο στη νομοθέτηση μεταρρυθμίσεων. Ως προς το ζήτημα της ελάφρυνσης των βαρών, τα πάντα είναι θέμα επιλογών. Προσωπικά εκτιμώ ότι το μείζον σήμερα είναι η ουσιαστική ελάφρυνση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας. Τα στελέχη των ιδιωτικών επιχειρήσεων υπερφορολογούνται. Πρακτικά θεωρείται «πλούσιος» ένας μισθωτός με ετήσιες απολαβές 30-40 χιλ. ευρώ. Με την επικείμενη μείωση του αφορολόγητου θα υπερφορολογούνται και οι χαμηλά αμοιβόμενοι μισθωτοί. Αυτοί οι φόροι δεν δικαιολογούνται ούτε καν σε ένα κράτος που παρέχει ανταποδοτικές δημόσιες υπηρεσίες, πολύ περισσότερο δεν δικαιολογούνται βέβαια στην Ελλάδα με την ποιότητα δημόσιων αγαθών που όλοι γνωρίζουμε. Βλάπτουν την επιχειρηματικότητα και εξωθούν όλο και περισσότερους στην παραοικονομία. Πιο λογικοί φορολογικοί συντελεστές θα φέρουν καλύτερη εισπραξιμότητα και μεγαλύτερα φορολογικά έσοδα από το «άσπρισμα» της εκτεταμένης παραοικονομίας.
Για πρώτη φορά μετά από 9 χρόνια μπαίνουμε σε μια περίοδο αβεβαιότητας ως προς τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Πιστεύετε ότι μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε μόνοι μας τις ανάγκες μας ή χρειαζόμαστε κάποια στήριξη άλλου είδους όπως εκτιμά ο κεντρικός Τραπεζίτης της χώρας κ. Στουρνάρας;
Αν υιοθετήσουμε το «μεταρρυθμιστικό τσουνάμι» που εισηγούμαστε, ώστε να αυξηθούν εκθετικά μαζί με τις εγχώριες και οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις, όπως συμβαίνει σε Κύπρο και Ιρλανδία, ναι πιστεύω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε και μόνοι μας. Θέλουμε όμως; Εμείς πιστεύουμε ότι αν βάλουμε τον πήχη ψηλά και εκπλήξουμε θετικά τη διεθνή επενδυτική κοινότητα με ένα σοκ μεταρρυθμιστικών δράσεων, θα αποδείξουμε ότι αν μη τι άλλο βγαίνουμε λίγο σοφότεροι από την κρίση και αποφασισμένοι να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος. Σας αφήνω να φανταστείτε το αποτέλεσμα. Οι επιφυλάξεις των επενδυτών θα γίνουν έπαινοι και τα ξένα κεφάλαια θα εισρεύσουν με ένταση και μέγεθος που θα εκπλήξουν όλους μας. Αν παρά ταύτα επιμείνουμε να ολιγωρούμε, από τον Αύγουστο του 2018 θα αναγκαστούμε να κολυμπήσουμε στα βαθιά μόνοι μας. Ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του για το πώς θα δημιουργηθεί ξανά νέος πλούτος και ευημερία στη χώρα μας.
Σας ανησυχούν κάποια πεδία όπως για παράδειγμα τα Ελληνο-Τουρκικά μετά την κλιμακούμενη ένταση των τελευταίων ημερών;
Πράγματι η ένταση στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας υπάρχει και ανησυχεί όλους μας. Το ερώτημα είναι, σε τι θέση ισχύος ή αδυναμίας βρίσκεται κάθε χώρα όταν εκδηλώνονται τέτοιες κρίσεις. Σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται η ευθύνη όλων μας, αλλά κυρίως της πολιτικής ηγεσίας, να υιοθετήσει πολιτικές που θα καταστήσουν την Ελλάδα οικονομικά ισχυρή και ευημερούσα, με κοινωνική συνοχή, ικανή να λειτουργήσει σταθεροποιητικά αλλά και αποτρεπτικά στην εκδήλωση γεωπολιτικών εντάσεων. Η ισχυρή οικονομία είναι προϋπόθεση για μια ισχυρή Ελλάδα.
Εν όψει της λήξης του τρίτου μνημονίου και την πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε αύξηση του κατώτατου μισθού και την επαναφορά παγωμένων διατάξεων για τις συμβάσεις ποια είναι η θέση του ΣΕΒ;
Θα μπορούσα να ισχυρίζομαι ότι η πλειοψηφία των μελών του ΣΕΒ είναι επιχειρήσεις που πληρώνουν τους εργαζομένους τους πολύ υψηλότερα από το μέσο μισθό και συνεπώς το τι συμβαίνει με τον κατώτατο ελάχιστα τις αφορά. Αυτό όμως θα ήταν ανεύθυνο. Γιατί η Ελληνική οικονομία δεν είναι μόνο οι επιχειρήσεις μέλη του ΣΕΒ. Κι αυτές ακόμη επιχειρούν σε συνεργασία με ένα πλέγμα μικρών, μεσαίων και μεγάλων πελατών και προμηθευτών, όπου οι περισσότεροι επηρεάζονται ευθέως από τον κατώτατο μισθό. Οι συνθήκες που απαιτούν μεγαλύτερη ευελιξία για τη διάσωση επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας δεν έχουν εκλείψει ακόμη. Η Ελληνική επιχειρηματικότητα λόγω του πολύ μικρού μεγέθους της και της μεγάλης έκθεσής της σε κόκκινα δάνεια χρειάζεται για κάποια χρόνια ακόμη την ευελιξία που προσφέρουν οι επιχειρησιακές συμβάσεις. Η επαναφορά της επέκτασης χωρίς ουσιαστικά κριτήρια και χωρίς συναινέσεις σε συνδυασμό με την υποχρεωτική διαιτησία μπορούν να έχουν καταστροφικά αποτελέσματα στη λειτουργία της αγοράς εργασίας, να αναστείλουν την καταπολέμηση της ανεργίας και την προσπάθειά που κάνουμε να αυξηθούν οι παραγωγικές επενδύσεις και να μειωθεί η παραοικονομία. Απαιτείται συνεπώς πολύ μεγάλη προσοχή στη διαχείριση των εργασιακών μετά τον Αύγουστο του 2018.