Συνέντευξη του Προέδρου του ΣΕΒ, κ. Θεόδωρου Φέσσα στην εφημερίδα «REAL NEWS», 11/12/2016
Πιστεύετε ότι το πρόγραμμα προσαρμογής έτσι όπως είναι δομημένο (υψηλή φορολογία, ασφαλιστικές εισφορές κ.ά.) μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη; Πόσω μάλλον όταν η χώρα δεσμεύεται για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2018 και μετά…
Υπάρχει πρόβλημα μίγματος πολιτικής, που είναι ξεκάθαρα αντιαναπτυξιακό. Για παράδειγμα, το 3ο Μνημόνιο προβλέπει για τη διετία 2016-2017 αύξηση φορολογικών εσόδων €3 δις και περικοπές δαπανών μόνο €900 εκατ. Στην Ελλάδα το 53% του πληθυσμού δεν πληρώνει ούτε 1 ευρώ φόρο εισοδήματος, οπότε οι υπόλοιποι επιβαρύνονται υπέρμετρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί συμπολίτες μας έχουν χαμηλό εισόδημα και η φορολογική τους επιβάρυνση δεν μπορεί παρά να είναι ελάχιστη. Υπάρχουν όμως πάρα πολλοί που φοροδιαφεύγουν, επιλέγοντας να δηλώνουν εισόδημα στο ύψος του αφορολόγητου. Τα σχετικά στοιχεία – ιδιαίτερα για τις μικρές επιχειρήσεις, τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες είναι αποκαλυπτικά.
Οι υπέρμετροι φόροι και οι νέες υψηλές ασφαλιστικές εισφορές αναγκάζουν πολλούς εργαζόμενους και εργοδότες να καταφεύγουν είτε στην παραοικονομία είτε στην αλλαγή φορολογικής έδρας. Δημιουργούμε δηλαδή ένα περιβάλλον οικονομικής απαξίωσης της χώρας. Αν αυξηθεί η φορολογία πέραν του σημερινού επιπέδου λόγω δεσμεύσεων για στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, η κατάσταση θα χειροτερεύσει. Είναι, έτσι, επιβεβλημένο να μειωθεί επιτέλους η φοροδιαφυγή μέσω εφαρμογής ηλεκτρονικών συναλλαγών παντού, καθώς και οι λειτουργικές δαπάνες του δημοσίου μέσω εφαρμογής σχεδίων εξοικονόμησης πόρων και αύξησης της παραγωγικότητας.
Θεωρείτε ότι πρέπει να πιέσουμε τους εταίρους μας για χαμηλότερα πλεονάσματα;
Το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί με διατηρήσιμη δημοσιονομική πειθαρχία και σαφώς πιο φιλοαναπτυξιακή πολιτική βούληση. Είναι ζήτημα αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης που έχει τρωθεί σημαντικά στα χρόνια της κρίσης και επιβάλλεται να αποκατασταθεί. Τότε μόνο θα αποδείξουμε στους εταίρους μας ότι είμαστε μια σοβαρή χώρα. Εκτιμώ πως μόνο με αυτή την προσέγγιση τα ζητούμενα πλεονάσματα θα μειωθούν, τόσο σε απόλυτους αριθμούς, όσο και σαν ποσοστό του ΑΕΠ, με μία νέα αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, μετά το 2018.
Η ελληνική οικονομία δεν προσελκύει ξένες επενδύσεις. Μήπως, όμως, πρώτα πρέπει να επενδύσουν οι Έλληνες επιχειρηματίες;
Οι ελληνικές επιχειρήσεις επενδύουν περί τα €20 δις το χρόνο. Όλα αυτά τα κεφάλαια αναπληρώνουν κυρίως κεφαλαιουχικό εξοπλισμό που γερνάει και απαξιώνεται. Η οικονομία όμως για να πάρει μπροστά, χρειάζεται τουλάχιστον 30 δις επενδύσεων ετησίως. Στο σημερινό περιβάλλον κάθετης πτώσης του τζίρου, χωρίς πρακτικά τραπεζική χρηματοδότηση, με υψηλό μη μισθολογικό και ενεργειακό κόστος, αλλά και δυσμενών προοπτικών για το μέλλον, είναι σχεδόν αδύνατον να ξεκινήσει κάποιος μία καινούργια δουλειά. Για να γίνει μία νέα επένδυση, πρέπει να μπορεί κανείς να υπολογίσει την προσδοκώμενη κερδοφορία. Αν αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει, λόγω της αβεβαιότητας που επικρατεί, κανείς δεν θα επενδύσει, είτε είναι ξένος είτε είναι Έλληνας. Για να γίνουν επενδύσεις καθήκον της πολιτείας είναι να βοηθήσει όσους θέλουν να επενδύσουν, δημιουργώντας το κατάλληλο επενδυτικό περιβάλλον και επιχειρηματικό κλίμα. Τότε μόνο θα μπορέσουμε να επικαλεσθούμε το πατριωτικό καθήκον.
Παραμένει η καχυποψία των ξένων απέναντι στους Έλληνες επιχειρηματίες;
Δεν υπάρχει καχυποψία των ξένων απέναντι στους Έλληνες επιχειρηματίες. Υπάρχει εντεινόμενη καχυποψία απέναντι στην Ελλάδα. Το περιβάλλον επιχειρηματικής λειτουργίας είναι τόσο δύσκαμπτο και η φορολογία τόσο υψηλή, που δεν δημιουργούνται συνθήκες για σύμπραξη σε κοινά επενδυτικά σχέδια. Οι περίπου 200 χώρες της υφηλίου ανταγωνίζονται για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων με εξαιρετικά επιθετικές πολιτικές και φορολογικά κίνητρα και δυστυχώς η Ελλάδα είναι πολύ χαμηλά στις προτεραιότητες των επενδυτών.
Θεωρείτε ότι το πρόβλημα της αγοράς έγκειται στο υφιστάμενο εργασιακό καθεστώς και ότι πρέπει να υπάρξει περαιτέρω μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας;
Το εργασιακό καθεστώς, όπως ισχύει, δεν δημιουργεί αντικίνητρα στην οικονομική δραστηριότητα. Έχει μάλιστα συμβάλλει εδώ και τρία χρόνια στην σταδιακή αποκλιμάκωση της ανεργίας. Αυτό για το οποίο η επιχειρηματική κοινότητα ανησυχεί είναι κυρίως η υποχρεωτική διαιτησία, καθώς και ορισμένες κακές πρακτικές του συνδικαλισμού, που αμφότερες αποτελούν ελληνική πρωτοτυπία και πρέπει να διορθωθούν.
Είστε υπέρ της περικοπής του 13ου και του 14ου μισθού;
Η απόφαση να προσληφθεί κάποιος γίνεται πάντα στη βάση του τι κοστίζει σε ετήσια βάση. Στην Ελλάδα η ετήσια αμοιβή έχει καθιερωθεί να καταβάλλεται σε 14 μισθούς, δεν υπάρχει κανείς λόγος αυτό να αλλάξει, δημιουργώντας θέμα εκ του μη όντος.
Γιατί διαφωνείτε με τη βασική επιδίωξη της κυβέρνησης για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την υπερίσχυση των κλαδικών συμβάσεων;
Κατ’ αρχήν σας ενημερώνω ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ουδέποτε σταμάτησαν να γίνονται και προφανώς δεν διαφωνούμε. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανάρμοστο άλλωστε για έναν εργοδοτικό φορέα που συμμετέχει στον κοινωνικό διάλογο. Επίσης δεν διαφωνούμε στην ύπαρξη κλαδικών συμβάσεων. Σας πληροφορώ ότι κάθε χρόνο υπογράφονται περίπου αρκετές συλλογικές συμβάσεις διαφόρων τύπων από εργοδοτικούς φορείς, ενώ πολλές εκκρεμούν και στον ΟΜΕΔ. Είναι προφανές ότι αν ένας κλάδος απαρτίζεται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν σωματεία εργαζομένων, τότε θα καταφύγουν σε κλαδικές συμβάσεις. Ούτε επίσης διαφωνούμε στο να καθορίζονται οι minimum συνθήκες εργασίες μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων. Πιστεύουμε όμως ότι πρέπει να δίνεται η ελευθερία της επιλογής στις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους που θέλουν να διαμορφώσουν το παρόν και το μέλλον της δουλειάς τους και των απολαβών τους. Έτσι λοιπόν, όταν συνάπτονται επιχειρησιακές συμβάσεις θα πρέπει να υπερτερούν των κλαδικών.