Σύνοψη του Βιομηχανικού Συνεδρίου από τον Γενικό Διευθυντή του ΣΕΒ κ Άκη Σκέρτσο
Αφήνοντας πίσω μας το Βιομηχανικό Συνέδριο του ΣΕΒ, το πρώτο μετά από 13 χρόνια, που πραγματοποιήθηκε με σημαντική επιτυχία στις αρχές της περασμένης εβδομάδας (και μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ), αισθάνομαι λίγο πιο αισιόδοξος. Οι λόγοι δεν είναι αμελητέοι.
Ήταν ένα φόρουμ όπου συζητήσαμε με νηφαλιότητα και πραγματισμό τις διαρθρωτικές αδυναμίες της Ελληνικής οικονομίας στον αγώνα που δίνει να σταθεί στον διεθνή ανταγωνισμό, αναδείξαμε τις περιορισμένες δυνατότητες του κράτους να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη, επισημάναμε τον έντονο ανταγωνισμό για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων μεταξύ των διαφόρων χωρών, εξηγήσαμε γιατί η βιομηχανία είναι οργανικό κομμάτι του νέου παραγωγικού υποδείγματος που χρειαζόμαστε για την ανασυγκρότηση της χώρας, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάστηκαν οι ευκαιρίες που αναδύονται σε δυναμικούς κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας αλλά και στην κυκλική οικονομία που επαναχρησιμοποιεί υλικά και μας φέρνει πιο κοντά στο μοντέλο της βιώσιμης ανάπτυξης.
Στέκομαι σε ένα σημαντικό συμπέρασμα του Συνεδρίου: τη μεγάλη αποεπένδυση που έχει αφήσει και εξακολουθεί να αφήνει πίσω της η ύφεση στην ελληνική οικονομία. Το μέγεθος της είναι ιστορικά πρωτοφανές, παραπέμπει σε συνθήκες πολέμου, και δεν αναστρέφεται εύκολα ούτε με μια απλή μεταβολή της συγκυρίας ούτε με την αξιοποίηση συνηθισμένων πολιτικών και εργαλείων, ούτε φυσικά με την υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων.
Το να θεωρεί κανείς ότι μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας με κρατικούς πόρους ή με παραδοσιακά εργαλεία όπως ο αναπτυξιακός νόμος, είναι σα να πιστεύει ότι μπορεί να θεραπεύσει μια βαριά ασθένεια με ασπιρίνη. Γιατί; Διότι ακόμη κι αν διαθέταμε τον καλύτερο αναπτυξιακό νόμο του κόσμου, πολύ απλά αυτός δεν θα επαρκούσε για να καλύψει το τεράστιο επενδυτικό κενό που έχει αφήσει και εξακολουθεί να αφήνει στο πέρασμά της η ύφεση.
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι κάθε χρόνο απαξιώνονται πάγιος εξοπλισμός και επενδεδυμένα κεφάλαια επιχειρήσεων ύψους 14 δις ευρώ που δεν αναπληρώνονται με νέες επενδύσεις. Κι ότι ο αναπτυξιακός νόμος μετά βίας χρηματοδοτεί επενδυτικά σχέδια ύψους 800 εκ. ευρώ ετησίως ενώ ταυτόχρονα πρέπει να καλύψει και απαιτήσεις 4-5 δις ευρώ από σχέδια που έχουν ενταχθεί στους παλαιότερους αναπτυξιακούς νόμους. Οι επενδύσεις λοιπόν νομοτελειακά θα πρέπει να έρθουν κυρίως από ιδιωτικά κεφάλαια.
Γι’ αυτό χρειαζόμαστε πιο αποφασιστικά βήματα στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, δηλαδή πραγματική υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, και συμπληρωματικά μια ολοκληρωμένη επενδυτική στρατηγική, που θα στηρίζεται σε μια νέα λογική οριζόντιας ενθάρρυνσης των παραγωγικών επενδύσεωνπου φέρνουν κέρδη.
Τέτοια φορολογικά κίνητρα, όπως οι υπεραποσβέσεις, σε δαπάνες που μετασχηματίζουν τις ελληνικές επιχειρήσειςκαι τις καθιστούν πιο ανταγωνιστικές στις διεθνείς αγορές, μπορούν να ενισχύσουν εν τέλει τόσο τη ρευστότητα όσο και την κερδοφορία των επιχειρήσεων.
Και περισσότερα κέρδη, σημαίνει περισσότερες δουλειές και βέβαια περισσότερα έσοδα για το δημόσιο.
Η μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα, σε μια οικονομία πιο ανοιχτή, πιο εξωστρεφή και καινοτομική δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία που συμβαίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι αποτέλεσμα –πολλές φορές δύσκολων- επιλογών. Γι’ αυτό απαιτείται εθνική αυτογνωσία για τις πραγματικές μας δυνατότητες και αδυναμίες, εμπιστοσύνη μεταξύ κράτους, επιχειρήσεων και πολιτών κι ένα γόνιμο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Όσο λείπει η εμπιστοσύνη ότι πατάμε σε στέρεο έδαφος κι έχουμε να κάνουμε με ένα κράτος που δαιμονοποιεί τις επιχειρήσεις, την κερδοφορία, τις ξένες επενδύσεις, άλλο τόσο θα καθυστερεί και η επιστροφή στην ανάπτυξη. Στην καλύτερη περίπτωση θα έχουμε μια αναιμική ανάπτυξη, χωρίς νέες και καλές θέσεις εργασίας, και μια χώρα που θα βλέπει να την εγκαταλείπουν τα καλύτερα μυαλά και οι καλύτερες επιχειρήσεις της.
Το καταληκτικό σχόλιο του Προέδρου του ΣΕΒ, Θ. Φέσσα, στο κλείσιμο του Συνεδρίου συνοψίζει όλα τα παραπάνω και αναδεικνύει ως καταλύτη για να πάρει ξανά μπροστά η ανάπτυξη, τη δημιουργία ενός νέου περιβάλλοντος συνεννόησης τόσο μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα όσο και μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.
Άκης Σκέρτσος, Γενικός Διευθυντής ΣΕΒ