Τι να μάθουμε από τους Ισλανδούς “ψαράδες”
Άρθρο κ. Χρήστου Α. Ιωάννου, Διευθυντή Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ, στον Οικονομικό Ταχυδρόμο
Το ισλανδικό πείραμα της μείωσης του χρόνου εργασίας είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Και πρέπει να αξιοποιηθεί. Αλλά για να αξιοποιηθεί, πρέπει να κατανοηθεί.
Εφαρμόστηκε σε υπηρεσίες του δημοσίου τομέα (τοπική αυτοδιοίκηση και κοινωνικές υπηρεσίες) με στόχο να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να διατηρηθεί η ποιότητα και η ποσότητα παροχής των υπηρεσιών ώστε να μειωθεί ο χρόνος εργασίας χωρίς να μειωθούν οι αμοιβές. Με δυο λόγια την αύξηση της παραγωγικότητας να την λάβουν οι εργαζόμενοι όχι ως πρόσθετη αμοιβή, αλλά ως μείωση χρόνου εργασίας και βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.
Η παραγωγικότητα και η βελτίωση της είναι η κεντρική ιδέα στο πείραμά τους. Και στην μελέτη αξιολόγησης του πειράματος, που περιγράφει και τον σχεδιασμό του, η συσχέτιση της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας με τον συντομότερο ετήσιο χρόνο εργασίας είναι η κεντρική ιδέα. Η σύγκρισή τους γίνεται κυρίως με την Νορβηγία, Σουηδία, Δανία, Φιλανδία, την παραγωγικότητα των οποίων επιδίωξαν και επιδιώκουν να φτάσουν – και το κέρδος να το καρπωθούν σε μειωμένες ώρες εργασίας.
Δηλαδή σε μια από τις πλουσιότερες οικονομίες του κόσμου, από τα υψηλοτέρα κατά κεφαλήν εισοδήματα, με το υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό (87%) – το υψηλότερο στον ΟΟΣΑ, με διάρκεια εργασιακού βίου τα 47 έτη (το μεγαλύτερο στην Ευρώπη), με ανεργία τριβής (3,4%) και μια ανεπτυγμένη οικονομία υπηρεσιών (77% του εργατικού δυναμικού στις υπηρεσίες, αλλά και 18,3% στην μεταποίηση, και 4,7% σε γεωργία και αλιεία) πειραματίστηκαν για την βελτίωση παραγωγικότητας του δημοσίου τομέα και την πέτυχαν.
Πως και πόσο την πέτυχαν; Στόχος της πειραματικής εφαρμογής, που διήρκεσε από το 2014 έως το 2021, και συμπεριέλαβε 2500 εργαζομένους, από το σύνολο των σχεδόν 200 χιλιάδων του εργατικού δυναμικού, ήταν να μειωθούν οι εβδομαδιαίες ώρες εργασίας σε 36 ή 35, και να διατηρηθεί ή και να βελτιωθεί το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών (υπάρχει αυτοτελές παράρτημα στην μελέτη γι αυτό: Maintaining Service Provision) και να διατηρηθούν οι αμοιβές της εργασίας.
Για αυτό ασχολήθηκαν με την οργάνωση της εργασίας, με την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητά των υπηρεσιών τους και με την οργάνωση της παροχής των υπηρεσιών τους. Οι διευθυντές είχαν την ευθύνη και οι εργαζόμενοι συμμετείχαν ενεργά – και τα συνδικάτα. Όλα αυτά προϋπέθεταν μετρήσεις και αξιολογήσεις. Μετρήσεις έργου, δείκτες επίδοσης και απόδοσης υπηρεσιών, τμημάτων, εργαζομένων.
«Υπάρχει ένα τεράστιο αποθετήριο δεδομένων για το πώς η παροχή υπηρεσιών επηρεάστηκε από το ισλανδικό πείραμα της συντομότερης εργασιακής εβδομάδας, που καλύπτει ένα εκτενές εύρος δεικτών, από την επεξεργασία αιτήσεων μετανάστευσης, τις ενεργές υποθέσεις στα αστυνομικά τμήματα, ή την ικανοποίηση των «πελατών»- επισκεπτών στις υπηρεσίες της φορολογίας εισοδήματος – εφορίες» μας ενημερώνει η έκθεση αξιολόγησης.
Αξίζει να δει κανείς τις λεπτομέρειες, δηλαδή την πράξη. Η κυρία έμφαση ήταν στην οργάνωση της εργασίας και στις εργασιακές διαδικασίες παροχής των υπηρεσιών. Μεταξύ άλλων, αλλά όχι κυρίως, την «πλήρωσαν» και οι μακρόσυρτες συναντήσεις, και τα μεγάλα διαλείμματα για καφέ κλπ.
Μετά το πείραμα και υπό τις προϋποθέσεις που τέθηκαν (αύξηση παραγωγικότητας, ανάλογη παροχή υπηρεσιών, διατήρηση αμοιβών) τι έγινε στην πράξη:
Για χιλιάδες εργαζόμενους του δημοσίου τομέα ο ημερήσιος χρόνος εργασίας μειώθηκε από 1.1.2021 κατά 13 λεπτά και ο εβδομαδιαίος κατά 65 λεπτά, κι αυτό με συλλογικές συμβάσεις- συμφωνίες. Δεν αποφάσισε η κυβέρνηση – είχε θέσει τις προϋποθέσεις.
Για την κυβέρνηση οι μειώσεις του χρόνου εργασίας δεν ήταν εφικτό να οδηγήσουν, λόγω αύξηση της παραγωγικότητας και μέσω αυτής, σε συγκράτηση του κόστους. Σε αρκετές περιπτώσεις και οι μικρές μειώσεις του χρόνου εργασίας απαιτούσαν πρόσθετο προσωπικό, όπως συνέβη στις υπηρεσίες υγείας.
Στο ιδιωτικό τομέα οι πιθανές μειώσεις θα εξεταστούν και θα συμφωνηθούν σε επίπεδο επιχειρήσεων. Μόνο στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες συμφωνήθηκε μείωση κατά 35 λεπτά την εβδομάδα, από τις αρχές του 2020. Το κλειδί είναι, όπως και στα πειράματα του 2014-2021 στον δημόσιο τομέα, η αύξηση της παραγωγικότητας, και εν συνέχεια η απόφαση είναι εάν η αύξηση της παραγωγικότητας θα αποδοθεί με μειωμένο χρόνο εργασίας ή με υψηλότερες αμοιβές.