Το δικαίωμα της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών στην ευρωπαϊκή του διάσταση

22 Δεκεμβρίου 2019 | Άρθρα & Συνεντεύξεις
Θεματικές: Εργασιακά

Κωστής Μπακόπουλος
Νομικός Σύμβουλος ΣΕΒ για Εργασιακά θέματα, Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ,
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω

Πρόσφατα εκδόθηκε η απόφαση 7/2019 της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που αποτελεί μια απόφαση – σταθμό στη νομολογιακή διάπλαση του εργατικού δικαίου.

Το ζήτημα που έκρινε ήταν αν το δικαίωμα του εργαζόμενου να λάβει αποδοχές και επίδομα άδειας, είτε λύνεται η σύμβαση εργασίας είτε εξακολουθεί, εξαρτάται από το αν διατηρεί το δικαίωμά του να λάβει άδεια εντός του συγκεκριμένου έτους. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, ο μισθωτός είχε απουσιάσει από την εργασία του με αναρρωτική άδεια λόγω εργατικού ατυχήματος από τον Αύγουστο μέχρι τον Μάιο του επόμενου έτους και απολύθηκε αμέσως μόλις επανήλθε, χωρίς να έχει ζητήσει ή λάβει την άδεια του έτους που λύθηκε η σύμβασή του.

Στο θέμα αυτό υπήρχε προηγούμενη αντίθετη νομολογία του Αρείου Πάγου. Η ΟλομΑΠ 27/2004 είχε κρίνει ότι η για κάποιο νόμιμο λόγο απώλεια του δικαιώματος λήψης άδειας (άρθρο 2 παρ. 6 α.ν. 539/1945) δεν συνεπάγεται αντίστοιχη απώλεια για λήψη αποδοχών και επιδόματος αδείας. Δηλαδή, ο Άρειος Πάγος είχε διασπάσει το ενιαίο δικαίωμα της άδειας μετ’ αποδοχών σε δύο στοιχεία αποσυνδεδεμένα μεταξύ τους: αφενός το δικαίωμα για λήψη ημερών αδείας, αφετέρου το δικαίωμα για αποδοχές και επίδομα αδείας. Βέβαια, στην απόφαση εκείνη το δικαίωμα αδείας δεν είχε απωλεσθεί λόγω μακροχρόνιας απουσίας λόγω ασθένειας, αλλά λόγω συμμετοχής σε παράνομη απεργία. Όμως και στις δύο περιπτώσεις η νομική βάση ήταν η ίδια.

H ΟλομΑΠ 7/2019 έκανε διπλή υπέρβαση:

Αφενός, ανέτρεψε την παραπάνω νομολογία. Έκρινε ότι οι αποδοχές και το επίδομα άδειας δεν αποτελούν ανεξάρτητο και αυτοτελές δικαίωμα του μισθωτού, αλλά παρεπόμενο του κυρίου δικαιώματος, δηλαδή του δικαιώματος λήψεως της άδειας. «Επομένως, όταν για λόγους, που αφορούν τον εργαζόμενο, δεν οφείλεται άδεια, δεν οφείλονται και αποδοχές και επίδομα αδείας, αφού οι επιμέρους παροχές, που συνθέτουν την άδεια αναψυχής έχουν στενή και άμεση εξάρτηση, η δε σχετική αξίωση είναι ενιαία και αδιαίρετη.»

Αφετέρου όμως, έκρινε ότι ο εργαζόμενος που βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια, η οποία συνεχίστηκε μέχρι τη λήξη της σχέσης εργασίας και εξαιτίας του λόγου αυτού δεν μπόρεσε να λάβει την ετήσια άδεια, δεν χάνει το δικαίωμά του αυτό, έστω και αν η απουσία του υπερβεί τα όρια της βραχείας ασθένειας (άρθρο 5 παρ. 3 ν. 2112/1920). «Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή η υπέρβαση των ορίων βραχείας ασθένειας δεν θεωρείται αδικαιολόγητη απουσία και δεν απομειώνει τις ημέρες της κανονικής άδειας και, εφόσον ο εργαζόμενος δεν άσκησε αυτουσίως το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής, αυτή μετατρέπεται σε χρηματική αξίωση και ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα αυτών.»

Την κρίση του αυτή το Ακυρωτικό τη στήριξε σε ερμηνεία της νομοθεσίας μας υπό το φως του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το δικαίωμα ετήσιας άδειας αποτελεί ουσιώδη αρχή του κοινωνικού κεκτημένου της ΕΕ (άρθρο 7 οδηγίας 2003/88, άρθρο 31 παρ. 2 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.). Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει επανειλημμένα νομολογήσει ότι αντιβαίνει στο ευρωπαϊκό δίκαιο μια εθνική διάταξη που στερεί το δικαίωμα αδείας (ή την αποζημίωση λόγω μη ληφθείσας άδειας) από έναν εργαζόμενο ο οποίος δεν ήταν σε θέση να την λάβει επειδή βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς (που σε εμάς είναι το ημερολογιακό έτος).

Πολύ ορθά η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έθεσε το διακύβευμα: διαφορετικά, δηλαδή σε περίπτωση που είναι αδύνατη η ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας κατά τρόπο σύμφωνο με το ενωσιακό δίκαιο, το δικαστήριο οφείλει να διασφαλίσει την έννομη προστασία που παρέχουν οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και να εγγυηθεί την πλήρη αποτελεσματικότητά τους, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη την εθνική ρύθμιση και ακολουθώντας την ενωσιακή.

Ποιο είναι το «ηθικό δίδαγμα» πέρα από τη συγκεκριμένη υπόθεση; Ότι σε πολλούς τομείς το ενωσιακό δίκαιο ασκεί καθοριστική επιρροή στην ελληνική εργατική νομοθεσία (χρόνος εργασίας, άδεια, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστασία κατά των διακρίσεων, εταιρικοί μετασχηματισμοί κ.α.) Η καλή γνώση του αντικειμένου «εργασιακές σχέσεις», από κάθε εμπλεκόμενο, προϋποθέτει γνώση (και) της ευρωπαϊκής παραμέτρου.
X

    Στοιχεία εταιρίας

    Επωνυμία επιχείρησης*

    Tαχ. δ/νση διοίκησης

    Κλάδος οικονομικής δραστηριότητας*

    Έτος ίδρυσης

    Αριθμός εργαζομένων

    Κέρδη τριών (3) τελευταίων ετών (προ φόρων)

    Σύνολο ενεργητικού τελευταίου έτους

    Αρμόδιος επικοινωνίας

    Oνοματεπώνυμο*

    Email

    Τηλ

    X

      Το όνομά σας *

      Το επίθετό σας *

      Email *

      Τηλέφωνο επικοινωνίας

      To μήνυμά σας

      Μόλις υποβάλετε το ερώτημά σας, ένα μέλος της ομάδας μας θα έρθει σε επαφή μαζί σας το συντομότερο δυνατό.
      Είμαστε αφοσιωμένοι στο ιδιωτικό σας απόρρητο. Μάθετε πώς φροντίζουμε τα δεδομένα σας στην πολιτική απορρήτου μας.

      X

        Στοιχεία εταιρίας

        Επωνυμία επιχείρησης*

        Tαχ. δ/νση διοίκησης

        Κλάδος οικονομικής δραστηριότητας*

        Έτος ίδρυσης

        Αριθμός εργαζομένων

        Κύκλος εργασιών τελευταίου έτους

        Αρμόδιος επικοινωνίας

        Oνοματεπώνυμο*

        Email

        Τηλ