Ζητείται πολιτική για αύξηση της απασχόλησης των γυναικών – άρθρο του κ. Χρήστου Α. Ιωάννου, Διευθυντή του Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ, στο Βήμα της Κυριακής, 9/2/2020
Η νομοθέτηση του επιδόματος των 2000€ για κάθε παιδί που γεννιέται πρέπει να πλαισιωθεί από συστηματική πολιτική για την αύξηση της απασχόλησης των γυναικών. Το εύρημα πρόσφατης έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ ότι, λόγω της γέννησης του παιδιού τους, 1 στις 2 γυναίκες διακόπτουν την απασχόληση τους και 1 στις 10 αποφεύγουν εκ των προτέρων την συμμετοχή στην αγορά εργασίας για να εργασθούν, υπογραμμίζει ένα χρόνιο και συστηματικό φαινόμενο. Δείχνει την μεγάλη ανάγκη για πολιτική απασχόλησης με στόχο, και αποτέλεσμα, την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην εργασία.
Αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου είναι η Ελλάδα να έχει το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ των 28 (μερίδιο του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας 20-64 ετών που εργάζεται το 2018 – EE: 73,2%, Ελλάδα: 59,5%). Αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο χαμηλό ποσοστό απασχόλησης των γυναικών (EE: 67,4%, Ελλάδα: 49,1%). Στους άνδρες το χάσμα είναι μικρότερο (EE: 79%, Ελλάδα: 70,1%). Η Ελλάδα εμφανίζει το μεγαλύτερο χάσμα ανδρών και γυναικών (21%). Κι αυτό πρέπει να αντιμετωπισθεί.
Το ποσοστό απασχόλησης είναι κρισιμότατη παράμετρος της οικονομικής ευημερίας κάθε κοινωνίας και οικονομίας– και της ελληνικής. Η ευημερία της εξαρτάται από την αύξηση των απασχολουμένων και της παραγωγικότητάς τους (τι δουλειές κάνουν και το τι επενδύσεις έχουν γίνει για αυτές τις δουλειές). Για να αυξηθεί το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών στην Ελλάδα δεν χρειάζεται να ξαναανακαλύψουμε τον τροχό.
Γνωρίζουμε ότι το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών συνδέεται ευθέως με την ανάπτυξη εγκαταστάσεων και υπηρεσιών παιδικής φροντίδας για μικρά παιδιά. Η συσχέτιση τους είναι ευθεία σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Ελλάδα το χαμηλό ποσοστό πρόσβασης σε αυτές (επί σειρά ετών από τα χαμηλότερα στην ΕΕ) αφορά και τις ηλικίες έως 3 ετών και τις ηλικίες έως 5 ετών. Γι αυτές η Ευρωπαϊκή Ένωση εχει ήδη από το 2002 (στόχοι της Βαρκελώνης) θεσπίσει διακριτούς στόχους κάλυψης στο 33% και στο 90%, αντιστοίχως.
Στην Ελλάδα η συστηματικά χαμηλή πρόσβαση των γυναικών σε υπηρεσίες παιδικής φροντίδας καθηλώνει και το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών, και για αυτό οι εθνικοί στόχοι πρέπει να τεθούν στο, και να επιτευχθούν, στο υψηλότερο σημείο. Καθώς η χαμηλή πρόσβαση και η χαμηλή απασχόληση με την σειρά τους τροφοδοτούν και την δημογραφική καθήλωση. Την οποία τώρα επιχειρεί να αντιμετωπίσει το επίδομα των 2000€ για κάθε παιδί που γεννιέται.
Επειδή οι διαθέσιμες και προσβάσιμες υπηρεσίες παιδικής φροντίδας επιτρέπουν στους γονείς να αναλάβουν εργασία και να τη διατηρήσουν, βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα ζωής τους και απομακρύνοντας ένα σημαντικό εμπόδιο στην ελευθερία τους να οργανώνουν το χρόνο τους, η πολιτική απασχόλησης πρέπει να επενδύει/εξασφαλίζει συστηματικά σε κάθε μητέρα, που θέλει και μπορεί να εργασθεί, πρόσβαση σε υπηρεσίες φροντίδας για τα παιδιά της. Με σκοπό την ραγδαία ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών στην απασχόληση, τη διευκόλυνση της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής των εργαζομένων γονέων, την προώθηση της βιώσιμης και συμπεριληπτικής ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Η πολιτική αυτή πρέπει να περιλαμβάνει και την διευκόλυνση της πραγματικής μερικής απασχόλησης των νέων μητέρων που την επιλέγουν, την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας στην οποία παρωθούνται, λόγω απουσίας συστηματικής πολιτικής για την αύξηση της γυναικείας απασχόλησης, και την μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας (των ασφαλιστικών εισφορών) που και σε αυτήν την περίπτωση λειτουργούν ως αντικίνητρο της δηλωμένης απασχόλησης.