Απομαγνητοφώνηση Συνέντευξης του Προέδρου του ΣΕΒ κ. Οδυσσέα Κυριακόπουλου στον Ρ/Σ FLASH 96, 4/4/2006
Στην εκπομπή 13:00-15:00 με τη Γιούλα Ράπτη και τον Τάσο Τσακίρογλου
ΕΡ: «Ευτυχής κατάληξη» στη συλλογική διαπραγμάτευση με τη ΓΣΕΕ, έστω και επίπονη μετά από 6 συναντήσεις;
ΑΠ: Ήταν ίσως η πιο δύσκολη τουλάχιστον διαπραγμάτευση που έχω κάνει εγώ.
ΕΡ: Ευτυχείς δεν ξέρω αν θα ήταν οι εργαζόμενοι ακούγοντας τι θα πάρουν. Αν είχατε απέναντί σας έναν εργαζόμενο και μάλιστα του βασικού μισθού πώς θα του απαντούσατε στο κρίσιμο ερώτημά του αν με αυτά τα χρήματα ζει κάποιος σήμερα; Γιατί νομίζω κάποιος που μας ακούει αυτό θα σκέφτεται και όχι με υπολογισμούς μεγεθών ακριβώς.
ΑΠ: Θα έλεγα σίγουρα στον καθένα που προσπαθεί να ζήσει με 600 ευρώ το μήνα ότι τα πράγματα δεν είναι εύκολα, είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Υπάρχουν όμως πολλοί στη χώρα μας που δυστυχώς ζούνε μ’ αυτά ή με λιγότερα και γι’ αυτό πρέπει να φροντίσουμε να μεγαλώσει η πίτα, να μεγαλώσει ο πλούτος που παράγουμε σα χώρα ώστε να ανεβεί και το βιοτικό επίπεδο για όλους. Εκεί είναι η μεγάλη πρόκληση. Οι αυξήσεις που διασφαλίστηκαν μέσα από τη Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας είναι με μεγάλη διαφορά οι μεγαλύτερες αυξήσεις που υπάρχουν στην Ευρώπη, στην ευρωζώνη σίγουρα, στην Ευρώπη των 15 σίγουρα και πιθανώς και στην Ευρώπη των 25.
ΕΡ: Καλύπτει τον πληθωρισμό;
ΑΠ: Όχι, μιλάω πάνω από τον πληθωρισμό.
ΕΡ: Ο πληθωρισμός όμως υπολογίζεται διαφορετικά όπως θα δίνονται οι αυξήσεις και βγαίνει λίγο παραπάνω.
ΑΠ: Αν συνειδητοποιήσει κανείς, περίπου 11% θα έχει ανέβει το εισόδημα μέχρι του χρόνου το Μάιο. Νομίζω λοιπόν ότι αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο και πρέπει να μην το ξεχνάμε όταν στις υπόλοιπες χώρες τα εισοδήματα ανεβαίνουν με μια ταχύτητα περίπου 2-2,5%.
ΕΡ: Μιλάμε για διαφορετικά μεγέθη και διαφορετικές καταστάσεις.
ΑΠ: Δεν πρέπει εμείς βέβαια να κρίνουμε γιατί όλα τα πράγματα πρέπει να κριθούν μέσα στο πλαίσιο που βρίσκονται, η αλήθεια είναι ότι έχουμε επιλέξει σα χώρα να ζούμε στην ευρωζώνη και στην Ευρώπη, αυτό έχει διάφορες επιπτώσεις. Μια από αυτές είναι ότι δεν έχουμε πια στα χέρια μας δυνατότητα υποτίμησης του εθνικού νομίσματος, άρα κάθε φορά που ο πληθωρισμός υπερβαίνει αυτόν των άλλων χωρών και το κόστος μας ανεβαίνει πιο γρήγορα από αυτό των άλλων, χάνουμε θέσεις εργασίας, χάνουμε επενδύσεις, χάνουμε παραγωγή.
ΕΡ: Μια από τις αιτιάσεις των συνδικάτων είναι ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν καρπωθεί ανάλογα το ποσοστό από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας τα τελευταία χρόνια, η οποία είναι υψηλή.
ΑΠ: Δεν είναι ακριβώς αλήθεια αυτό, η πραγματικότητα είναι ότι η παραγωγικότητα τουλάχιστον στη μεταποίηση έχει υπερκαλυφθεί κάθε χρόνο, έχω συμπτωματικά μπροστά τα στοιχεία αν θέλετε. Κάθε χρόνο οι αυξήσεις από το 2000 και μετά κυμαίνονται από τουλάχιστον 0,5% έως 1% παραπάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας. ¶ρα δεν είναι αλήθεια ότι έχουμε υστέρηση, αντιθέτως και ο πληθωρισμός έχει καλυφθεί και η παραγωγικότητα, τουλάχιστον στη μεταποίηση, εκεί που αν θέλετε πραγματικά και το θέμα της ανταγωνιστικότητας είναι και το πιο έντονο. Γιατί όσον αφορά το εμπόριο, βεβαίως μπορούμε να πουλάμε εισαγόμενα προϊόντα και ο κάθε έλληνας αντιλαμβάνεται στο σούπερ-μάρκετ που πάει να ψωνίσει ότι όλο και περισσότερο βλέπει εισαγόμενα και λιγότερο ελληνικά προϊόντα.
ΕΡ: Το κακό είναι ότι μαζί με τα εισαγόμενα προϊόντα έχουμε και εξαγόμενες επιχειρήσεις από την Ελλάδα στα φτηνά εργατικά χέρια. Εκεί δεν υπάρχει και μια ευθύνη των επιχειρήσεων;
ΑΠ: Κανείς δεν κάθεται να κάνει δουλειές για να χάσει, κανένας δεν προσπαθεί να επενδύσει τα χρήματά του χωρίς να επιδιώκει να έχει το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα και κέρδος, άρα προφανώς όταν μια δουλειά πια δε βγαίνει στη χώρα μας, όπως ήταν η περίπτωση π.χ. της ένδυσης όπου πλέον το ράψιμο στη χώρα μας, το φασόν δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστικό, δεν λειτουργεί, δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε αυτούς που το κάνουν με πολύ μικρότερο κόστος αλλού, είναι λογικό ότι θέσεις εργασίας χάνονται και κάποιες μονάδες προκειμένου να επιβιώσουν αναγκάστηκαν να επιδιώξουν χώρους και χώρες όπου το εργατικό κόστος ήταν πολύ χαμηλότερο.
ΕΡ: Υπάρχει κι ένα παράλληλο θέμα που συνδέεται μ’ αυτό, το πόσες επενδύσεις έχουμε, γιατί παράλληλα πρέπει να υπάρχουν και επενδύσεις σε διάφορους τομείς που να καλύπτουν και την ανεργία αυτή που δημιουργείται από τη μετακόμιση επιχειρήσεων, τη μετανάστευση επιχειρήσεων κλπ, και οι επενδύσεις τα τελευταία χρόνια δεν είναι ανάλογες του προσδοκώμενου ή τουλάχιστον σε σχέση με τους αναπτυξιακούς νόμους που έχουν γίνει, τα κίνητρα που έχουν δοθεί, δε βλέπουμε επενδύσεις που να είναι ανάλογες.
ΑΠ: Η πραγματικότητα είναι ότι έχουν γίνει πολλές επενδύσεις στη χώρα μας τα τελευταία 10 χρόνια, αλλά σίγουρα δεν αρκούν. Οι επενδύσεις γίνονται είτε για τον εκσυγχρονισμό, για τη βελτίωση του κόστους, της ποιότητας, την καινοτομία, ή γίνονται για την αύξηση του ύψους της παραγωγής. Και άμα παρακολουθήσει κανείς τα στοιχεία θα δει ότι είναι περίπου μοιρασμένες στη μέση οι επενδύσεις που έχουν γίνει. Και το ύψος συνολικά θα έλεγα ότι υπερβαίνει τους μέσους όρους της ΕΕ, άρα και εκεί και εφόσον δεν έχουμε ξένες επενδύσεις τουλάχιστον είναι ελληνικά κεφάλαια, δεν έχουμε μεγάλη υστέρηση. Βεβαίως δε φτάνει. Είναι προφανές ότι οι συνταγές του παρελθόντος, αυτό το οποίο κάνουμε όλα αυτά τα χρόνια έχει αφήσει ένα 10% του ενεργού πληθυσμού απέξω. Κι εγώ είμαι από τους πρώτους που ήταν πολύ ανήσυχοι διότι βλέπω ότι ιδιαίτερα στους νέους, ένας στους πέντε νέους και μία στις τέσσερις γυναίκες είναι χωρίς δουλειά. Αυτό λοιπόν είναι ένα σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο, πρέπει να αναπτύξουμε την επιχειρηματικότητα και τη δημιουργικότητα του έλληνα.
ΕΡ: Φοβάμαι ότι όσοι μας ακούνε σκέφτονται ότι οι αριθμοί ή τα μεγέθη όπως τα συνδυάζουμε και όπως τα συζητάμε είναι ένα θέμα, ένα άλλο θέμα είναι ότι η εργασιακή ειρήνη με έναν τρόπο δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή για να αποδώσουν οι εργαζόμενοι, προαναγγείλατε εσείς με κάποιον τρόπο και το τέλος μιας εποχής πριν από λίγο καιρό.